Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Μαύρες γάτες

Το βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα που τελείωσα χτες το βράδυ είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει: Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει. Τις προάλλες που έκανα βόλτα στην Αθήνα με τη Σταυρούλα στο μάρσιπο, το βρήκαμε στα Public, στο τμήμα με τα βιβλία για μεγάλους, στη βιβλιοθήκη που "οπωσδήποτε πρέπει να διαβάσετε". Σούφρωσα λίγο τα φρύδια. Δεν είχαμε πολύ χρόνο, είχαμε μπει απλώς για να ρίξουμε μια ματιά. Το αγόρασα κάπως βιαστικά, παρορμητικά, δεν άγγιξα κανένα άλλο. Το διάλεξα αυθόρμητα γιατί ξεχώριζε απ' τα υπόλοιπα, με τον απίθανο τίτλο του γεμάτο από περιγραφική ειλικρίνεια.

Δεν υποσχόταν πολλά, δήλωνε πως ήταν παραμύθι. Αμφέβαλλα λίγο στην αρχή, πίστευα πως θα κρύβει κάποια παγίδα, στριφνό γράψιμο, μεγαλίστικες φιλοσοφίες μεταμφιεσμένες. Τελικά, ήταν παραμύθι. Ένα παραμύθι για ένα γάτο που ήταν "μαύρος και πελώριος και χοντρός" και για το γλαρόνι που υιοθέτησε. Αφού πρώτα το κλώσσησε. Αφού πρώτα υποσχέθηκε στη μαμά του, τη γλαρίνα που πέθαινε στο μπαλκόνι του με τα φτερά της κολλημένα από την πίσσα μιας πετρελαιοκηλίδας, ότι θα το προστατέψει και θα το μάθει να πετάει.

Ναι ναι, καλά μαντέψατε, η "ιστορία του γλάρου" δεν είναι βιβλίο που σε κάνει ν' ανατριχιάζεις. Δεν έχει συγκλονιστικές ανατροπές, ένταση και σασπένς. Ψάχνω κι εγώ να βρω γιατί με τράβηξε, γιατί το αγαπώ. Σκέφτομαι χωρίς ειρμό, όπως πάντα, όμως κάπου πάω να καταλήξω.

Θ' αρχίσω απ' το μικρότερο καλό: Την απουσία του κακού. Τίποτα, μα τίποτα, δε με χάλασε σ' αυτό το όμορφο βιβλίο. Χωρίς στριφνό γράψιμο, όπως έλεγα παραπάνω: Η ιστορία είναι γραμμένη απλά, ανάλαφρα, με ύφος γρήγορο και κουβεντιαστό, κι αυτό είναι κομπλιμέντο. Νομίζω πως το βιβλίο θα είχε θέση και στα παιδικά ράφια εξίσου, όχι πως δεν είναι για μεγάλους. Κι αυτό είναι κομπλιμέντο. Χωρίς μεγαλίστικες φιλοσοφίες μεταμφιεσμένες: Το παραμύθι είναι μικρό, τρυφερό και αισιόδοξο. Όχι όμως χωρίς φιλοσοφία ολωσδιόλου, όχι χωρίς προβληματισμό. Απλώς χωρίς διδακτισμό, χωρίς κήρυγμα και χωρίς υποκρισία. Το βιβλίο είναι διάφανο. Αθώο.

Και κάπως έτσι περάσαμε σ' αυτό που πραγματικά με τράβηξε στο βιβλίο.
Θα πω ό,τι μου έμεινε εμένα, όπως πάντα. Θα τα γράψω όπως έρχονται.
Είναι γλυκό, είναι αστείο.
Έχει ωραίους χαρακτήρες.
Έχει καθαρή ουσία, εγείρει σκέψεις αλλά δεν τις επιβάλλει. Σε αφήνει ελεύθερο.

Σκέψεις, σκέψεις...
Ένα δείγμα.
Να, η μόλυνση του περιβάλλοντος στηλιτεύεται, αλλά έμμεσα, διακριτικά, μέσα απ' τα μάτια των αθώων.  Κι όλα αυτά που αξίζουν στη ζωή μπαίνουν σε πρώτο πλάνο: η οικογένεια, η φιλία, η εμπιστοσύνη, η αφοσίωση. Ένας γάτος να μη φάει ένα γλαρόνι; Να ψάχνει τρόπο να το μάθει να πετάει; Ένα γλαρόνι να θέλει να γίνει γάτος; Η αγάπη φυτρώνει στα πιο απίθανα μέρη.
Η ανιδιοτέλεια δεν είναι προνόμιο των ηρώων. Οι κεραμιδόγατοι έχουν κώδικα τιμής, ειλικρίνεια κι ευαισθησία (άσε που και σαν χαρακτήρες είναι υπέροχοι, καθώς περιφέρονται σαν σωματοφύλακες στον "υπόκοσμο" του λιμανιού). Η ανιδιοτέλεια δημιουργεί τους ήρωες.
Κι έπειτα, η διαφορετικότητα. Πάνω απ' όλα, πέρα απ' όλα, η αποδοχή, η κατανόηση. Η βελούδινη γατίσια γλωσσίτσα που γλείφει το κεφάλι ενός γλάρου, η φτερούγα που αγκαλιάζει τη γούνα. Το να απλώσει κανείς το χέρι πέρα απ' το αόρατο φράγμα. Σ' έναν κόσμο που κλείνει γύρω μας όλο και πιο σφιχτά, το άνοιγμα στον Άλλο. Έτσι απλά. Χωρίς πολλά πολλά. Όχι γιατί είναι κουλ ή γενναίο, αλλά γιατί είναι τόσο μα τόσο φυσικό.         

Ο γάτος είναι μαύρος. Πάει καιρός που ο Τριβιζάς απενοχοποίησε τις μαύρες γάτες (θα γράψω γι' αυτό άλλη φορά), κι ένα βιβλίο σαν αυτό έτσι κι αλλιώς θα πήγαινε κόντρα σε κάθε είδους προκατάληψη.
Το γλαρόνι είναι άσπρο.

Ο γάτος είναι αρσενικός. Κλωσσάει αλλά και διώχνει τους τραμπούκους, ταΐζει αλλά και γίνεται θηρίο, και τα βάζει με ένα πλήθος ποντικών για να προστατέψει το μικρό.
Το γλαρόνι τον φωνάζει "μαμά".
Η φροντίδα δημιουργεί την οικογένεια.


Και κάτι ακόμα.

Για να μάθει το γλαρόνι να πετάει, δεν αρκεί η εφευρετικότητα ούτε η εξυπνάδα των γάτων. Έτσι αποφασίζουν να διαλέξουν έναν άνθρωπο να τους βοηθήσει, παρόλο που είναι ταμπού να μιλήσουν σε άνθρωπο. Σπάνε το ταμπού για χάρη της Καλότυχης (έτσι ονόμασαν τη γλαροπούλα) και διαλέγουν έναν ποιητή. Απ' όλους τους ανθρώπους, αυτός πιστεύουν τα ζώα πως μπορεί να ξέρει κάτι από πέταγμα. Και ξέρει. Πράγματι ξέρει.

Ο γλάρος έχει την ελευθερία στο αίμα του, στα μάτια του που λαχταρούν τη βροχή. Ο γάτος είναι οικογένειά του, μα κάνει ό,τι μπορεί για να τον βοηθήσει να πετάξει. Δεν υπάρχει ζήλια, ούτε κτητικότητα, ούτε υποψία μικροπρέπειας στη σχέση αυτή. "Τώρα θα πετάξεις", λέει ο γάτος στην Καλότυχη, ξανά και ξανά, χαρούμενος που βοήθησε κι αυτός, χωρίς ίχνος υποκρισίας, γεμάτος αγάπη γι' αυτό το πλάσμα που δεν ανήκει στο είδος του και που τον αγαπά εξίσου.

Κι η ιστορία τελειώνει αλλά μένει μετέωρη, μαζί με το γλάρο που πετάει στη βροχή. Τελειώνει πριν ακόμα η γλαροπούλα προσγειωθεί, πριν μάθουμε αν έφυγε, αν έμεινε, αν ξαναγύρισε, αν ξαναείδαν ο ένας τον άλλο. Στη στιγμή της πτήσης, της συγκίνησης και της χαράς και του ενθουσιασμού και των δακρύων και της ανακούφισης και της δικαίωσης. Τελειώνει και χαμογελάω, και ποιός θέλει ανατροπές και σασπένς όταν ένα παραμύθι πετυχαίνει κάτι τέτοιο;

"Πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει", λέει ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, ο γάτος που μένει στο έδαφος όμως καμαρώνει το γλαρόνι του που τα κατάφερε, κι εγώ εντελώς ξαφνικά θυμήθηκα αυτό το τραγούδι των U2, άσχετο θα μου πείτε, όμως όχι παντελώς άσχετο:





We're one
But we're not the same
....
You say
Love is a temple
Love a higher law
....
One love
One blood
One life
You got to do what you should

One life
With each other
Sisters
Brothers

One life
But we're not the same
We get to
Carry each other
Carry each other
Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Χιλιανός Λουίς Σεπούλβεδα, που διώχθηκε και εξορίστηκε από το στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας του, έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα, έζησε στον Αμαζόνιο και στην Ευρώπη, συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, συνδέθηκε με τη Greenpeace και βραβεύτηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. Αρκετά βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις opera






Υ.Σ. Απ' ό,τι βλέπω τώρα, ο γάτος έχει γίνει και παράσταση για παιδιά και παίζεται στο θέατρο... Είναι απ' τις ιστορίες που ταιριάζουν γάντι για παιδική παράσταση.
Υ.Σ. 2 Κορυφαίος όρκος στο βιβλίο: Μα τα σκατά του χελιού! Ειλικρινά δεν το περίμενα, γελούσα μία ώρα...

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Και λίγος Χάρι Πότερ...

Προχτες το βράδυ, στις 2.30 και με μάτια ολοστρόγγυλα και ορθάνοιχτα σαν της κουκουβάγιας (Χέντβιχ ή άλλης), τελείωσα για δεύτερη φορά την ανάγνωση του έβδομου τόμου του Χάρι Πότερ "Οι κλήροι του θανάτου".

Ουάου.

Είχα λίγα χρόνια να το διαβάσω, από τότε που κυκλοφόρησε το 2007, και δεν το θυμόμουν καλά (και πώς με εκνευρίζει όταν ξεχνάω ένα βιβλίο...) Είδα πρόσφατα την τελευταία ταινία της σειράς. Μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ. Έτσι νοστάλγησα το βιβλίο, το ξαναδιάβασα. Μου άρεσε περισσότερο. Έχει λίγο καιρό που το ξεκίνησα, πριν τα Χριστούγεννα. Στην αρχή πήγαινε αργά, αναγνωριστικά, φτου κι απ' την αρχή.
Ο Χάρι κι εγώ ξαναμαθαίναμε τους ρυθμούς μας, είχα κι άλλα βιβλία ανοιχτά...
Έπειτα σιγά σιγά πήραμε μπρος.
Στο τέλος με ρούφηξε μέσα,
έκανα δύο ολονυχτίες και τελείωσε.

Πείτε με μπανάλ, πείτε με κλισέ, πείτε με ερασιτέχνη σε θέματα βιβλίων, ή ακόμα πείτε με παιδί (αυτό το τελευταίο θα το πάρω σαν κομπλιμέντο ούτως ή άλλως), αλλά αγαπώ το Χάρι. Ξέρω πως ακούγεται κάπως, από τη μία γιατί είναι πολύ αμφιλεγόμενος ήρωας (πόσα βιβλία του δεν κάηκαν και δεν αναθεματίστηκαν την τελευταία δεκατετραετία), από την άλλη γιατί όλοι μα όλοι πλέον γνωρίζουν το Χάρι Πότερ. Είναι κάτι σαν μαϊντανός. Όταν μιλάς γι' αυτόν, σίγουρα δεν λες κάτι καινούργιο.

Όμως εγώ θα πω πως τον αγαπώ, κι ας μην ήμουν μέρος κάποιας ουράς έξω απ' τα μεγάλα βιβλιοπωλεία τα μεσάνυχτα πριν τη μέρα που θα κυκλοφορούσε το καινούργιο τεύχος των περιπετειών του. Κι ας μην τσίριζα περιμένοντας τους ήρωες να εμφανιστούν σε κάποια πρεμιέρα (όλα αυτά φυσικά συνέβαιναν κάπου στον πραγματικό κόσμο). Κι ας μη ντυνόμουν Ερμιόνη όπως η αδερφή μου επί ένα χρόνο για να πάω στο σχολείο, με καπαρντίνα-μανδύα και αυτοσχέδια στολή και ραβδί στην τσέπη που θα το κουνούσα προφέροντας με στόμφο "Γουινγκάαααρντιουμ Λεβιόοοσα" (ε χμ, ήμουν λίγο μεγάλη γι' αυτό το τελευταίο, αλλιώς είμαι σίγουρη ότι κι εγώ θα το έκανα). Αλλά απλά γιατί απ' την αρχή ακολούθησα την πορεία του, σε βιβλία και σε ταινίες. Πρωτοδιάβασα τη "φιλοσοφική λίθο" δεκαπέντε χρονών χωρίς να ξέρω για το ντόρο που γινόταν γύρω απ' τ' όνομά του, τον έκανα δώρο, τον δάνεισα και τον δανείστηκα, είχα το "κύπελλο της φωτιάς" κάτω απ' το θρανίο μου στην τρίτη λυκείου και του έριχνα καμιά κλεφτή ματιά όταν η βαρεμάρα χτυπούσε κόκκινο. Οι ήρωες της ιστορίας, θέλοντας και μη, έγιναν κομμάτι μου. Η τύχη τους με απασχόλησε. Η εξέλιξη της υπόθεσης με απασχόλησε. Το αν θα κατέληγε στο θρίαμβο του καλού με απασχόλησε (με τη Ρόουλινγκ ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος, εδώ σκότωσε το Ντόμπι, το γλυκύτερο σπιτικό ξωτικό του κόσμου). Ξενύχτησα για χάρη του. Και κοντεύω είκοσι οχτώ κι ακόμα ασχολούμαι μαζί του.
                                                                             Αυτή τη φορά δεν θα μιλήσω για την υπόθεση, όπως κάνω συνήθως με τα βιβλία. Εξάλλου, το άρθρο της Wikipedia τα λέει όλα με λεπτομέρειες, μαζί με άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη συγγραφέα και την κυκλοφορία του βιβλίου (για παράδειγμα, διαβάζω τώρα ότι το βιβλίο έσπασε ρεκόρ με την ταχύτητα των πωλήσεών του, κι ακόμα ότι έχει ονομαστεί από την American Library Association το "Καλύτερο Βιβλίο για Νέους Ενήλικες"). Και δεν θα μιλήσω για την υπόθεση γιατί θα γίνω ακόμα πιο μπανάλ και βαρετή, γιατί ο Χάρι είναι γνωστός κι όλα                                            αυτά που λέγαμε παραπάνω. Θα γράψω μόνο δυο δικές μου εντυπώσεις από το βιβλίο,γιατί αυτό το blog είναι ένα μικρό ημερολόγιο βιβλίων και απλώς πρέπει να το κάνω. 

Οι "Κλήροι του Θανάτου" είναι κατά τη γνώμη μου ένα τρομερό φινάλε σε μια σειρά που συνεχίζει να συναρπάζει καθώς εκτυλίσσεται η ιστορία. Ενώ τα σίκουελ είναι κατά κανόνα κατώτερα από το αρχικό έργο, ο Χάρι Πότερ εξελίσσεται και ωριμάζει. Γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινός, ολοένα και λιγότερο για παιδιά, αλλά χωρίς να χάνει την ουσία, μένοντας πιστός στους ήρωες και στον κόσμο του, κι ας καταρρέει αυτός σιγά σιγά, κι ας αλλάζει από παραμυθένιος κι αστραφτερός σ' έναν άλλο διεφθαρμένο κι επικίνδυνο. Η πολιτική αλληγορία δε λείπει από τα τελευταία βιβλία. Ως άλλος Χίτλερ ο Βόλντεμορτ θέλει να "καθαρίσει" την κοινωνία των μάγων απ' τους "Λασποαίματους", αυτούς που γεννήθηκαν από μη μάγους. Το υπουργείο Μαγείας σαπίζει σιγά σιγά από μέσα. Καταπιεστικά μέτρα, καταδίωξη, εκτελέσεις, ένα Χόγκουαρτς όπου κυριαρχεί η τρομοκρατία, όλα αυτά μοιάζουν απίστευτα στον ανυποψίαστο αναγνώστη των πρώτων βιβλίων, όπου ο κίνδυνος υπάρχει αλλά απλώς υποβόσκει, δεν αφήνεται να τσαλακώσει το χρωματιστό περίβλημα και δεν τρομάζει τον αναγνώστη όσον αφορά την έκβαση των πραγμάτων. 

Η J.K. Rowling είναι εντυπωσιακή ως προς τη συνοχή και τη συνέχεια των γραφομένων της. Εξηγεί πράγματα στο έβδομο βιβλίο που ειπώθηκαν στην αρχή, δίνει νόημα εκ των υστέρων σε αντικείμενα και καταστάσεις που φάνταζαν ασήμαντα, ανατρέπει (και ξανα-ανατρέπει) αυτό που πίστευες ότι ισχύει με τρόπο που κάνει σαγόνια να πέφτουν. Κορυφαίο παράδειγμα, ο χαρακτήρας του Severus Snape, που από αμφιλεγόμενος γίνεται απεχθής και τελικά καταλήγει ένας απ' τους αγαπημένους μου ήρωες. Αφανής, αδικημένος, τελείως άδειος από τη ματαιοδοξία της αναγνώρισης των καλών πράξεων, πρωτόγονα και παράφορα πιστός στον παιδικό του έρωτα, κινούμενος -ποιός; ο Σνέιπ!- πάντα από αγάπη και θλίψη και πένθος για την αγάπη. Και αφοσίωση, α, πόσο συγκινητική είναι η αφοσίωση. 

                                                    Η Λίλυ και ο Σέβερους παιδιά
Μιλάμε για ανατροπές στους χαρακτήρες; Είναι και ο Νέβιλ. Από γλυκό, δειλό παιδάκι και θύμα των νταήδων της τάξης, λίγο μπούλης, λίγο αδέξιος, λίγο ασ' τα να πάνε, καταλήγει τρομερό αντιστασιακό στοιχείο όταν το Χόγκουαρτς καταδυναστεύεται απ' τους "ναζί" μάγους. Ξαφνικά αποδεικνύεται ήρωας αντάξιος των γονιών του, παίζει ενεργό ρόλο στην καταστροφή του Βόλντεμορτ σε σημείο να αναρωτιόμαστε τι θα συνέβαινε αν δεν ήταν αυτός και τελικά μας αποκαλύπτεται ότι κατέληξε καθηγητής του Χόγκουαρτς. Αυτού του είδους οι ανατροπές στην εξέλιξη των χαρακτήρων που είναι και δευτερεύοντες και λίγο αντιήρωες και λίγο στο περιθώριο μ' αρέσουν πολύ.  

Όμως αυτό που με εντυπωσίασε βαθιά είναι πως, διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο και ειδικά το τελευταίο μέρος του, κατάλαβα πόσο βασικό θέμα είναι ο θάνατος στην ιστορία συνολικά. Ο θάνατος υπάρχει παντού, καραδοκεί για τον ήρωά μας από την πρώτη στιγμή, είναι χαραγμένος σαν απειλή στο μέτωπό του. Στην πορεία διογκώνεται, δείχνει τα δόντια του και γίνεται απτός, αισθητός, απειλητικός. Σ' έναν κόσμο που καταρρέει μοιάζει να κυριαρχεί, είναι όμως έτσι; 

Από την πρώτη στιγμή, ο θάνατος έρχεται σε αντίθεση όχι με τη ζωή, αλλά με την αγάπη. Η θυσία εξουδετερώνει το θάνατο κι αυτό ανοίγει και κλείνει την ιστορία. Η μητέρα που θυσιάζεται για το μωρό της, το αγόρι που παραδίνεται για να σώσει τον κόσμο (ξέρω πόσο κλισέ ακούγεται αυτό αλλά τι να γίνει;), έχουν μεγαλύτερη δύναμη από τη σκοτεινή μαγεία, τόση που αρκεί για να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων και να φέρει το ποθητό αλλά γλυκόπικρο τέλος.

Παραδοσιακή σ' αυτό όσο δεν πάει, η συγγραφέας πλάθει έναν ήρωα που, κάπως σαν το Φρόντο του Τόλκιν, πρέπει να σηκώσει μόνος το βάρος της αποστολής του. Που οι φίλοι θα τον βοηθήσουν καταλυτικά, αλλά που τελικά το δαχτυλίδι του πρέπει να το κουβαλήσει μόνος- και που στέκεται στο ύψος της περίστασης. Που πρέπει να πάρει αποφάσεις που θα δείξουν την ποιότητά του, κι αυτός παίρνει τις σωστές. Που, σαν ήρωας παραμυθιού, είναι "πολύ καλός για να πεθάνει".

Κορυφαία, πιο συγκινητική σκηνή του βιβλίου για μένα; Η σκηνή στο δάσος, όταν ο Χάρι προσπαθεί να βρει τη δύναμη να παραδοθεί και καλεί τους αγαπημένους του νεκρούς, τους γονείς του, το νονό του, τον φίλο του το Λούπιν. Τα συναισθήματά του στη βεβαιότητα (και αναγκαιότητα) του θανάτου περιγράφονται τόσο αληθινά. Όχι πανικός, αλλά μια ατέλειωτη, αδυσώπητη ερημιά. Εκείνοι στέκονται εκεί, του δίνουν κουράγιο, τον προτρέπουν να πεθάνει για το κοινό καλό, απλά και ζεστά και χωρίς πολλά λόγια.Οι μορφές τους, αόρατες από κάθε άλλον, θα τον ξεπροβοδίσουν και θα τον υποδεχτούν -δεν διώχνουν τη μοναξιά αλλά, όπως λέει μέσα, είναι ο μόνος λόγος που καταφέρνει να προχωρήσει. 
Η μητέρα του τού χαμογελάει, "μείνε κοντά μου", της λέει. 
Και συνεχίζει μ' εκείνους στο πλευρό του.   

   

       


Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

130 χρόνια A.A. Milne

Στις 18 Ιανουαρίου 1882 γεννήθηκε ο A.A. (Alan Alexander) Milne στο Λονδίνο. Σήμερα έμαθα ότι ο δημιουργός ενός από τους πιο αγαπημένους παιδικούς ήρωες βιβλίων όλων των εποχών, του Winnie the Pooh, είχε πριν λίγες μέρες τα 130ά του γενέθλια!

Ποιός δε γνωρίζει το Γουίνι το αρκουδάκι; Βρίσκεται παντού. Δεν θυμάμαι πότε πρωτοέμαθα για την ύπαρξή του, γιατί απλά μοιάζει να υπήρχε πάντα. Ωστόσο, συνειδητοποιώ τώρα, η μορφή του Μίλνε, που με κοιτάζει χαμογελώντας ευγενικά απ' τη φωτογραφία του, με το παπιγιόν του και τα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω, σαν αστέρας των παλιών μιούζικαλ, μου ήταν άγνωστη. Τ' όνομά του όχι, αλλά η μορφή του ναι. Για φαντάσου.

Ο Μίλνε δεν είχε σκοπό να γίνει συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Μάλιστα, τα παιδικά του βιβλία είναι πολύ λίγα σε σύγκριση με το συνολικό του έργο. Ήταν θεατρικός συγγραφέας (έγραψε 18 θεατρικά έργα!). Αρθρογραφούσε στο λογοτεχνικό περιοδικό Punch και έγραψε επίσης λίγα μυθιστορήματα για μεγάλους.

Αλλά το 1920 γεννήθηκε ο γιος του, ο Christopher Robin. Παρατηρώντας τον γεννήθηκαν και τα πρώτα ποιήματα του Μίλνε για παιδιά: When We Were Very Young, το 1924.


 Έπειτα ο Winnie the Pooh, το 1926, για τον οποίο ο συγγραφέας έγραψε στην αυτοβιογραφία του: "Τα ζώα των ιστοριών βγήκαν κατά βασικά απ' το παιδικό δωμάτιο. Η γυναίκα μου είχε δώσει στο καθένα τη φωνή του, ο ιδιοκτήτης τους με την αδιάλειπτη στοργή του τους είχε διαμορφώσει τα χαρακτηριστικά με τρόπο που δήλωναν χαρακτήρα και ο Shepard (εικονογράφος των ιστοριών) τα ζωγράφισε, θα λέγαμε, εκ του φυσικού."










Το 1927 ακολούθησαν κι άλλα ποιήματα, στο Now We Are Six, ενώ το 1928 έχουμε επιστροφή του Γουίνι με το The House At Pooh Corner. Μετά απ' αυτό, παρά τη μεγάλη ζήτηση, ο Μίλνε αρνήθηκε να γράψει άλλα παιδικά βιβλία, ισχυριζόμενος πως, αφού ο γιος του είχε μεγαλώσει, θα ήταν "απλές αντιγραφές βασισμένες σε αναμνήσεις."









Τα βιβλία είναι υπέροχα. Τα διάβασα μεγάλη και όλα στα αγγλικά, αν και τα δύο πεζά με τις όμορφες ιστοριούλες υπάρχουν και σε ελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις Νεφέλη με τους πολύ αστείους τίτλους "Η Γουίννι-ο-Πουφ" και "Το σπίτι στην Πουφογειτονιά". Τα ποιηματάκια το βρίσκω λίγο πιο δύσκολο να μεταφραστούν, αλλά είναι ό,τι πιο όμορφο και χαρούμενο έχω διαβάσει από παιδική ποίηση. Ο ρυθμός τους έχει μεγάλη σημασία. Οι λέξεις χορεύουν και σε κάνουν να χαμογελάς. Θυμάμαι την εποχή που τα διάβαζα δυνατά στο κρεβάτι για ν' ακούω τη μουσική τους. Οι ζωγραφιές του Shepard στολίζουν τις σελίδες. Το θέμα τους είναι κυρίως παιδάκια που παίζουν παιχνίδια ή κάνουν σκανταλιές ή όνειρα ή απλά σκέψεις, μ' έναν τρόπο που δείχνει πως ή ο κύριος Μίλνε ήταν πολύ καλός παρατηρητής του μικρούλη Κρίστοφερ, ή δεν είχε ξεχάσει εντελώς το παιδί που ήταν κάποτε. Όπως όλα τα παιδιά, αστείο και γεμάτο αθωότητα.


Για κάτι τέτοια βιβλιαράκια ζηλεύω τους αγγλόφωνους, που μπορούν να τα διαβάσουν στα παιδάκια τους όταν είναι ακόμα πολύ μικρά. Όμως όχι, δεν πρέπει να είμαι άδικη. Έχουμε κι εμείς ωραία ποιηματάκια, απλώς πρέπει να τα ξετρυπώσω από ένα πολύ σκονισμένο συρταράκι του μυαλού μου για να τα λέω στη Σταυρούλα. Τον Γουίνι ίσως να τον γνωρίσει για πρώτη φορά μέσα απ' τις ταινίες του, που είναι αρκετές και πολύ όμορφες, με πρώτη αυτή του 1966.

Η μαγεία των ηρώων του Μίλνε, μετά από τόσα χρόνια, δεν έχει ξεθωριάσει. 80 χρόνια μετά τη γέννηση του Γουίνι, ο David Benedictus μας δίνει μια συνέχεια: Γουίνι το Αρκουδάκι, επιστροφή στο Δάσος των Γαλάζιων Ονείρων. Δέκα ιστορίες και μια καινούργια φίλη για τα ζωάκια, η Λότι η ενυδρίδα. (κλικ εδώ).

Φράσεις απ' τα παιδικά βιβλία του Μίλνε έχουν μείνει αξέχαστες. Ξεχειλίζουν τρυφερότητα κι αγάπη και παιδική αφοσίωση, γιατί αυτή είναι η ουσία στις ιστορίες. Η ομορφιά του κόσμου γύρω και οι αληθινοί φίλοι δίπλα μας είναι για το Γουίνι η συνταγή της ευτυχίας. 

Βρήκα αυτό το τέλειο site με τα πάντα για το Γουίνι: /http://www.just-pooh.com/

Επίσης, στο youtube υπάρχει αυτό το φοβερό βίντεο με τη φωνή του Μίλνε, όπου διαβάζει ο ίδιος γραπτά του:
Και μου φαίνεται λίγο παράξενο να τον ακούω, λίγο παράξενο που ξαφνικά πίσω απ' το Γουίνι υπάρχει αυτός ο κύριος με πρόσωπο και φωνή, που γεννήθηκε πριν 130 χρόνια και πέθανε το 1956. Που ένας μπαμπάς τα σκέφτηκε όλα αυτά για το αγοράκι του.

Κι ακόμα, καθώς κοιτάζω τη Σταυρούλα να κοιμάται, μου φαίνεται παράξενο, όμως τόσο γλυκό, που πίσω απ' τον Κρίστοφερ Ρόμπιν υπάρχει ένα παιδάκι αληθινό. Ευτυχισμένο σ' ένα παιδικό δωμάτιο, τόσα χρόνια πριν, ένα παιδάκι που αγαπούσε ένα αρκουδάκι.





Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Εσείς, τι νούμερο παπούτσι φοράτε;

Ήμουν, νομίζω δεκατεσσάρων όταν είδα για πρώτη φορά την ταινία You've Got Mail, με τη Meg Ryan, κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό με το πώς ο χαρακτήρας της ενσάρκωνε περίπου αυτό που πάντα ονειρευόμουν να γίνω όταν θα μεγάλωνα: μια ευαίσθητη (και όμορφη- χαχα) κοπέλα που όχι μόνο αγαπούσε τα βιβλία αλλά είχε κι ένα μικρό, υπέροχα χαριτωμένο βιβλιοπωλείο (ονόματι The Shop around the Corner), ήταν ειδική σε θέματα παιδικών βιβλίων, οργάνωνε στο μαγαζάκι της συναντήσεις με ανάγνωση παραμυθιών για παιδάκια και αντιμετώπιζε τους υπαλλήλους της με σεβασμό. Στην πορεία της ταινίας το μικρό μαγαζάκι απειλείται από το μεγαθήριο του Tom Hanks που ανοίγει απέναντι, και, εδώ που τα λέμε, και στην πραγματική ζωή σε καιρούς κρίσης μάλλον και το δικό μου μαγαζάκι θα περνούσε δύσκολα. Όμως το δικό μου ονειρικό μαγαζάκι είναι άσχετο με το θέμα μας.

Στην ταινία αυτή, λοιπόν, άκουσα για πρώτη φορά να αναφέρονται τα "βιβλία με τα παπούτσια", της Noel Streatfeild. Ο χαρακτήρας της Meg Ryan, η Kathleen Kelly, βαθιά λυπημένη που το μαγαζάκι της τη βγάζει δεν τη βγάζει, μπαίνει στο μεγαθήριο που λέγαμε και χαζεύει τα παιδικά βιβλία. 
Μια πελάτισσα ρωτά τον πωλητή: Έχετε τα βιβλία με τα παπούτσια; (Shoe books)
Πωλητής: Βιβλία με παπούτσια; Ποιός είναι ο συγγραφέας;
Πελάτισσα: Δεν ξέρω. Μια φίλη μου μού είπε ότι η κόρη μου πρέπει να διαβάσει τα βιβλία με τα παπούτσια, και ήρθα. 
Η Kathleen, που άκουγε, παρεμβαίνει:
Noel Streatfeild. Η Noel Streatfeild έγραψε τα Παπούτσια Μπαλέτου, και τα Παπούτσια Πατινάζ, και τα Παπούτσια Θεάτρου, και τα Παπούτσια Σινεμά... (τα μεταφράζω κατά λέξη, γι' αυτό ακούγονται μπλιάχ)
Αρχίζει να κλαίει.  Θα άρχιζα με τα Παπούτσια Μπαλέτου, είναι το αγαπημένο μου, αν και τα Παπούτσια Πατινάζ είναι υπέροχο -αλλά είναι εξαντλημένο. 
Ο πωλητής, παντελώς άσχετος, τη ρωτάει πώς γράφεται το Streatfeild. Κι εκείνη, υπομονετικά, κάνει το spelling του ονόματος.

Δεν είχα ξανακούσει ποτέ για τα βιβλία με τα παπούτσια, και δεν είναι περίεργο, γιατί ήμουν δεκατεσσάρων κι απ' ό,τι βλέπω δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Από τότε είχα όμως την περιέργεια να μάθω τι ήταν. Για να τα διάβασε η Kathleen Kelly, το alter ego μου, και να τα συστήνει κιόλας, έπρεπε να ήταν κάτι καλό. Τα κατέγραψα κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Αρκετά χρόνια αργότερα, εντελώς αναπάντεχα, βρήκα σ' ένα ράφι του Ελευθερουδάκη το Ballet Shoes και το αγόρασα. Το άνοιξα σχεδόν με δέος, το διάβασα σχεδόν μονορούφι -η Kathleen δεν με απογοήτευσε. Λίγο καιρό μετά, σ' ένα βιβλιοπωλείο του Λονδίνου, βρήκα το Theater Shoes. Κι έπειτα το White Boots (άλλη ονομασία για το Skating Shoes). Παρήγγειλα από το Amazon μεταχειρισμένο το Party Shoes. Πέρασα λίγο καιρό βυθισμένη στα βιβλία, κι έπειτα τα ξέχασα. Μέχρι τώρα.

Ας γίνω όμως λίγο πιο συγκεκριμένη. Καταρχάς, και πριν αρχίσω να μιλάω για τα βιβλία, να πω πως η Noel Streatfeild είναι γυναίκα. Χαίρω πολύ, θα μου πείτε. Τώρα που γράφω δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνει κανείς, γιατί στα ελληνικά έχουμε το πολύ χρήσιμο οριστικό άρθρο "η" να προηγείται του ονόματός της. Έλα όμως που εγώ πρωτοάκουσα και πρωτοδιάβασα γι' αυτήν στα αγγλικά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά από το όνομα και μόνο ήμουν για πολύ καιρό απολύτως σίγουρη ότι Noel Streatfeild was a man (το ίδιο πίστευα και για τη Ζωρζ Σαρή και για την Ένιντ Μπλάιτον στα παιδικά μου χρόνια). No no no no no. Δεν είναι.  

Η Noel Streatfeild, λοιπόν, γεννήθηκε την παραμονή Χριστουγέννων του 1895 στο Sussex της Αγγλίας και πέθανε το 1986. Ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειάς της και ο μπαμπάς της ήταν κληρικός. Δούλεψε για 10 χρόνια ως ηθοποιός και δεν είναι τυχαίο: πολλά από τα βιβλία της έχουν να κάνουν με τις περιπέτειες παιδιών που ακολουθούν κάποια σκηνική τέχνη. Έγραψε και βιβλία για μεγάλους, είναι όμως περισσότερο γνωστή για τα παιδικά, και ιδίως για τη σειρά με τα παπούτσια. Το αστείο είναι ότι μόνο τα δύο πρώτα της σειράς είχαν τη λέξη "παπούτσια" στον αρχικό τους τίτλο. Στα υπόλοιπα άλλαξαν οι τίτλοι σε μεταγενέστερες εκδόσεις, για να φαίνονται τα βιβλία σαν σειρά. Δεν είναι σειρά. Παρόλα αυτά, υπάρχουν θέματα που εμφανίζονται ξανά και ξανά, και κάποιοι χαρακτήρες του ενός κάνουν μια μικρή εμφάνιση σε άλλο.  

Τα βιβλία με τα παπούτσια είναι κυρίως βιβλία για κορίτσια. Δε μ' αρέσουν αυτοί οι διαχωρισμοί αλλά φοβάμαι πως είναι αλήθεια, τουλάχιστον γι' αυτά που έχω ήδη διαβάσει. Τέχνες και νεαρές πρωταγωνίστριες κυριαρχούν στα περισσότερα (οχτώ από τα βιβλία αφορούν παιδιά που ασχολούνται με τις τέχνες και δυο με τα σπορ). Τα επαναλαμβανόμενα θέματα που λέγαμε; Ε, σε τέσσερα από τα βιβλία εμφανίζονται παιδιά που έχουν πρόσφατα χάσει τους γονείς τους, και σε τρία βιβλία ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είναι κεντρικό θέμα (καθόλου παράξενο, αφού τα βιβλία γράφτηκαν εκεί γύρω).

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Όρεξη να 'χουμε και θα γεμίσουμε ολόκληρη παπουτσοθήκη. 
Έχουμε και λέμε:


Το πρώτο και πιο δημοφιλές από τα βιβλία. Τρία ορφανά βρέφη (η Πολίν, η Πετρόβα και η Πόζυ) υιοθετούνται από έναν εκκεντρικό αρχαιολόγο, και όταν ο τύπος εξαφανίζεται σ' ένα από τα πολλά ταξίδια του, τη φροντίδα τους αναλαμβάνουν η ανιψιά του και μια νταντά. Με τον καιρό, οικονομικά προβλήματα αναγκάζουν τις γυναίκες να μετατρέψουν το σπίτι σε μίνι ξενώνα και τα κορίτσια να παρακολουθήσουν την Ακαδημία Χορού και Θεάτρου για παιδιά, για να μπορέσουν να βγάλουν κάποια χρήματα δουλεύοντας στο θέατρο. Η Πολίν αποδεικνύεται γεννημένη ηθοποιός, η Πόζυ μπαλαρίνα,  αλλά η Πετρόβα μισεί τους χορούς και τα θέατρα και θέλει να γίνει πιλότος ή ν' ασχολείται με μηχανές. Τα κορίτσια αποφασίζουν να "κάνουν τ' όνομά τους να γραφτεί στα βιβλία της ιστορίας" και με θέληση και κουράγιο προσπαθούν ν' ακολουθήσουν η καθεμιά τ' όνειρό της... 




Εδώ έχουμε τέσσερα αδέρφια που ο πατέρας τους κι ο παππούς τους έχουν βαλθεί να μετατρέψουν έναν απ' όλους σε πρωταθλητή του τένις..  











Δυο ορφανά αδέρφια το σκάνε και συναντούν το θείο τους στο τσίρκο. Μπαίνουν στην ομάδα, όμως στην αρχή νιώθουν άσχετοι μπροστά στα άλλα παιδιά του τσίρκου, που έχουν κάνει τόσα χρόνια εξάσκηση στους διάφορους ρόλους τους. Μετά από πολλές περιπέτειες, βέβαια, καταλαβαίνουν πως όντως ανήκουν στο τσίρκο...










Όταν τα ορφανά αδέρφια Σόρελ, Μαρκ και Χόλι πηγαίνουν να ζήσουν με τη γιαγιά τους, μια διάσημη Αγγλίδα ηθοποιό, εκείνη τους γράφει στην Ακαδημία που πήγαιναν τα κοριτσάκια του Ballet Shoes. Προς μεγάλη τους έκπληξη, τα παιδιά ανακαλύπτουν ότι απ' τη μεριά της μαμάς τους, όλη η οικογένεια ήταν διάσημοι αστέρες! Κι εκεί ανακαλύπτουν κι αυτά το ταλέντο τους: Η Σόρελ αγαπά το θέατρο, ο Μαρκ έχει πολύ ωραία φωνή και η Χόλι είναι ένας μικρός καραγκιοζάκος. Περιπέτειες κι εδώ, σαράντα κύματα μέχρι να βρει ο καθένας το δρόμο του και φυσικά ευτυχισμένο τέλος... 






Να κι ένα βιβλίο που έχει να κάνει με "συνηθισμένα" παιδιά, αρκετά διαφορετικό απ' τ' άλλα "παπούτσια". Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Σελίνα πηγαίνει να ζήσει με τα ξαδέρφια της στην επαρχία και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί. Τότε φτάνει ένα δέμα για τη Σελίνα. Ένας συγγενής από την Αμερική της στέλνει ένα πανέμορφο φόρεμα και ασορτί παπούτσια, όμως με τον πόλεμο να μαίνεται δεν έχει την ευκαιρία να τα φορέσει πριν της μικρύνουν. Τότε τα παιδιά αποφασίζουν να οργανώσουν μια γιορτή για να φορέσει η Σελίνα το φόρεμα και τα παπούτσια της, κι η γιορτή μεγαλώνει... και μεγαλώνει... 







H Noel εμπνεύστηκε αυτό το βιβλίο από την επίσκεψή της στο πλατό της ταινίας The Secret Garden και το βιβλίο έχει αρκετές αναφορές στην ιστορία του μυστικού κήπου. Οικογένεια Βρετανών στο Χόλιγουντ, κάθε παιδί με το ταλέντο του, κι ένα μικρό κορίτσι που μοιάζει με το χαρακτήρα της Mary στο Μυστικό κήπο να παίζει σε ταινία το ρόλο της Μary.. Ομολογώ πως μου κεντρίζει το ενδιαφέρον, ίσως να είναι το επόμενο που θα διαβάσω... 




Η Χάριετ αρχίζει το πατινάζ γιατί χρειάζεται να γυμναστεί για λόγους υγείας. Δεν τα πάει και τόσο καλά, ώσπου συναντά τη Λάλλα, μια μικρή σταρ του πάγου. Γίνονται φίλες, η Λάλλα βοηθά τη Χάριετ, η Χάριετ γίνεται όλο και καλύτερη, η Λάλλα ζηλεύει, η φιλία τους κινδυνεύει, ουφ! Τέλος καλό, όλα καλά...










8. Παπούτσια Οικογένειας και Καινούργια παπούτσια (Family Shoes, αρχικός τίτλος The Bell Family, 1954, και η συνέχειά του New Shoes, αρχικός τίτλος New Town, 1960).
Λίγο πιο λυπητερό απ' τα άλλα όπως διαβάζω... Η ιστορία των τεσσάρων παιδιών ενός φτωχού πάστορα που έχει αποκοπεί από την πλούσια οικογένειά του επειδή διάλεξε τη θρησκεία αντί για την οικογενειακή επιχείρηση. Απ' ό,τι φαίνεται όμως, ο δεύτερος τόμος είναι πιο αισιόδοξος απ΄τον πρώτο.




Όταν πεθαίνει η μητέρα τους, η Rachel και η Hilary πηγαίνουν να ζήσουν με τη θεία τους, που έχει σχολή χορού. Η Hilary έχει ταλέντο στο χορό, προσαρμόζεται αμέσως και τρελαίνεται να χορεύει κάθε μέρα. Η Rachel τα βρίσκει μπαστούνια. Πάντα ήταν η πιο σοβαρή και υπεύθυνη της οικογένειας, και τώρα είναι αναγκασμένη να περνά τη μέρα της στα μαθήματα χορού που μισεί. Και η ξαδέρφη τους η Dulcie είναι κακός μπελάς. Δυσκολίες κι εδώ, εμπειρίες της Noel από τα χρόνια που πέρασε στη σκηνή, το τέλος κι εδώ δεν μας απογοητεύει...





O Sebastian είναι παιδί-θαύμα στο βιολί και η οικογένειά του ταξιδεύει μαζί του από μέρος σε μέρος, κάτι που δεν κάνει και τόσο χαρούμενα τ' αδέρφια του (Myra, Wolfie, Ettie). Η ιστορία τελικά επικεντρώνεται στη Myra, που προσέχει τ' αδέρφια της και τα φροντίζει, και ο ρόλος της στην οικογένεια είναι καίριος αν και δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ταλέντο -ένα ταιριαστό τέλος για μια σειρά βιβλίων σαν τα "παπούτσια"...



Ουφ! Δεν ήταν και λίγα.  Και για να μη με πάρει το ξημέρωμα με το θέμα που άνοιξα, μια σκέψη μόνο πάνω στα βιβλία. Μία μόνο. Υπόσχεση.

Τι είναι αυτό που αγαπώ στα βιβλία με τα παπούτσια; 
Θα μιλήσω σαν δεκάχρονη. Θα προσπαθήσω. Θα μιλήσω μόνο γι' αυτά που έχω διαβάσει. Και κυρίως για το Ballet Shoes που το θυμάμαι πιο καλά. 

Τα βιβλία είναι παραμυθένια, με μια ντίσνεϋ ποιότητα παραμυθιού. Ορφανά παιδάκια, δυστυχισμένα, ανακαλύπτουν έναν μαγικό κόσμο. Η ζωή τους αλλάζει, πάντα προς το καλύτερο. Ξετρυπώνουν ταλέντα που δεν ήξεραν ότι είχαν, μεταμορφώνονται. Από τελευταίες της τάξης βρίσκονται στην κορυφή. Ενθουσιάζονται, κυνηγούν ένα όνειρο.

Πηγαίνουν σε σχολεία που κάθε δεκάχρονο κοριτσάκι θα ήθελε να πηγαίνει. Στην Ακαδημία Χορού και Θεάτρου το μάθημα φαίνεται τόσο κουλ. Ωστόσο, δεν είσαι υποχρεωμένη να σ' αρέσει. Μπορείς να έχεις κι άλλα ταλέντα εκτός απ' την τέχνη. Στα Παπούτσια Μπαλέτου, πιο συμπαθής από τις τρεις αδερφές μού είναι η Πετρόβα, εκείνη που δεν τα καταφέρνει στο χορό και στο θέατρο και δεν την ενδιαφέρουν κιόλας. Είναι το πιο προσγειωμένο και καλό παιδί. 

Δυσκολίες και περιπέτειες υπάρχουν, τσακωμοί υπάρχουν, αλλά όλα οδηγούν με τη βεβαιότητα των παιδικών παραμυθιών σ' ένα ευτυχισμένο τέλος όπου οι καλοί θ' ανταμειφθούν στα σίγουρα. Έχει μεγάλη σημασία να είσαι καλό παιδί στις ιστορίες. Ν' αγαπάς την οικογένειά σου, να μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα. Να σέβεσαι τους άλλους.   
Όλα αυτά δημιουργούν μια συνταγή επιτυχίας των βιβλίων, συν το γεγονός ότι είναι πολύ καλογραμμένα. Μοιάζουν σχεδόν σαν κινηματογραφικές ταινίες για παιδιά. Απλά και συναρπαστικά μαζί, αποκλείεται να σε κάνουν να βαρεθείς. Κάποιες φορές, ακόμα κι αν δεν είσαι πια παιδί.

Βέβαια, το Ballet Shoes έχει ήδη γίνει ταινία! Τo ρόλο της Πολίν έπαιζε η Emma Watson του Χάρι Πότερ. Την είδα και μου άρεσε.  

Μου φαίνεται πως είναι καιρός για επανάληψη αγαπημένων βιβλίων... Και θα συμφωνήσω με την Kathleen. Απ' όσα "παπούτσια" διάβασα, το Ballet Shoes ήταν το αγαπημένο μου. 

Κανας εκδότης μ' ακούει; Μεταφράστε τα για τα ελληνάκια...

Πωπω, μισώ τον εαυτό μου που μετέφρασα/κατακρεούργησα τους τίτλους. 

Α, και τo you've got mail είναι μια ταινία που δεν θα βαρεθώ ποτέ να βλέπω.




Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Στο δάσος με τον Tony Wolf

Γεννήθηκα το 1984, κι απ' τη δεκαετία του '80 δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα- θα έλεγα πως τα χρόνια μέχρι τα μέσα του '90 δεν είναι παρά μια θολή ανάμνηση. Ωστόσο οι εικόνες που μου έρχονται πιο συχνά στο μυαλό από εκείνο τον καιρό, οι πιο έντονες και οι πιο ζεστές, είναι από τις ώρες που πέρασα με τους γονείς μου στο μεγάλο κρεβάτι, μ' ένα παραμύθι ανοιχτό μπροστά μας πριν το βραδινό ύπνο.

Δεν ξέρω πώς ένιωθαν εκείνοι τότε- αν περίμεναν ανυπόμονα να κοιμηθώ για να συνεχίσουν τις δουλειές τους ή να χαλαρώσουν επιτέλους, αν βαριόντουσαν να διαβάζουν. Πάντως αν ήταν έτσι, δεν το έδειχναν. Κάποιες φορές έπαιρνε ο ύπνος αυτόν που μου διάβαζε -τότε εγώ περίμενα να ξυπνήσει για να συνεχίσει, ή φώναζα τον άλλο να αναλάβει. Πάντως ούτε κι αυτό συνέβαινε πολύ συχνά. Σε γενικές γραμμές κοιμόμουν εγώ πρώτη, με το μυαλό γεμάτο ιστορίες και τα μάτια γεμάτα όνειρα. Η εικόνα που μου έμεινε από τότε είναι αυτή του σταματημένου χρόνου (ο χρόνος κυλάει ούτως ή άλλως τόσο αργά για τα παιδιά), μια εικόνα γλυκιά και νυσταγμένη. Η ακολουθία των γεγονότων έχει χαθεί. Αν έκλαιγα ή γελούσα πριν ξαπλώσω, αν έκανα μπάνιο ή ασχολιόμουν με τα παιχνίδια μου, αν έπαιζε η τηλεόραση τις ειδήσεις των εννιά, δεν το θυμάμαι. Έμειναν μόνο τα παραμύθια και η αγάπη.

Μια σειρά ιστοριών ξεχωρίζει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο μέσα στις μνήμες των παιδικών μου χρόνων: Ο Παραμυθένιος Κόσμος του Δάσους, του Tony Wolf. Από τεσσάρων χρονών μέχρι δέκα, αμέτρητα βράδια μου κράτησαν συντροφιά, αμέτρητες φορές ξεφύλλισα τα βιβλία μέσα στη μέρα καθισμένη στο πάτωμα, σε σημείο που οι ράχες τους χάλασαν από το δάχτυλό μου που τα τραβούσε απ' τη βιβλιοθήκη, σκίστηκαν, και ο μπαμπάς μου τους έκανε καινούργια, αυτοσχέδια βιβλιοδεσία, πιο ερασιτεχνική αλλά ανθεκτική -έτσι κράτησαν μέχρι τώρα. 

Πρόκειται για έξι βιβλία που κυκλοφορούσαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Στρατίκη, δυστυχώς εξαντλημένα, αλλά ελπίζω να ξανατυπωθούν: 
Οι κάτοικοι του δάσους
Στη χώρα των Νάνων
Έρχονται οι γίγαντες!
Οι νεράιδες του δάσους
Τα μεγάλα ζιζάνια
Η παράξενη χώρα  (ή Οι Δράκοι στην πιο παλιά έκδοση που είχα εγώ)

Τα ξαναβρήκα τώρα τα Χριστούγεννα που γύρισα στο πατρικό μου, εκτός από το πρώτο και το τρίτο. Φάγαμε τον τόπο, δεν τα βρήκαμε πουθενά. Σε λίγες μέρες θα ξαναεπισκεφτώ, και θα κάνουμε εξονυχιστική έρευνα με τη μαμά μου σε πατάρι και αποθήκη. 

Η συλλογή συμπληρώνεται από δύο καινούργια βιβλία που δεν είχα τότε -και κυκλοφορούν ακόμα απ' ό,τι βλέπω:
Ο Ροβινσώνας
Ο γίγαντας και οι φίλοι του 

Δεν ξέρω αν υπάρχει παιδί που διάβασε τον Παραμυθένιο Κόσμο και μπόρεσε να τον ξεχάσει. Οι ιστορίες, που ήταν μεν αυτοτελείς αλλά είχαν μια αλληλουχία και σε γνώριζαν όλο και περισσότερο με τους ήρωες του δάσους που αποκτούσαν ολοένα καινούργιους φίλους, ήταν άλλοτε αστείες κι άλλοτε λυπητερές, άλλοτε είχαν μια δόση μυστηρίου και (για τα παιδικά μου μάτια) αγωνίας. 


 Στο πρώτο βιβλίο, συναντάμε τους κατοίκους του δάσους, τα ζωάκια. Ο Αγκαθούλης ο σκαντζόχοιρος, οι αδερφές ποντικίνες, ο Κόρακας, η Ενυδρίδα και οι φίλοι τους πρωταγωνιστούν στις περιπέτειες αυτού του τόμου. Πάνε εκδρομές, διασκεδάζουν, ανακαλύπτουν ένα καλαμπόκι και γίνεται το γεγονός της χρονιάς, και γενικά ζουν ευτυχισμένα μέχρι που έρχεται ο κατακλυσμός και καταστρέφει τα σπιτάκια τους, κι εκείνα αναγκάζονται να ταξιδέψουν στο νερό, που τα παρασύρει στη χώρα των Νάνων...






Στη χώρα των Νάνων, λοιπόν, εμφανίζονται αυτοί οι μικροσκοπικοί κοκκινοσκούφηδες που γίνονται φίλοι με τα ζωάκια μας και τα δέχονται στο χωριό τους. Οι νάνοι είναι γλυκούληδες, με άσπρες γενιάδες και ριγωτά κολάν και ξύλινα τσόκαρα, έχουν ονόματα λουλουδιών και είναι πανέξυπνοι και εφευρετικοί. Μαζί τους τα ζωάκια παίζουν θέατρο, φτιάχνουν μηλόκρασο, ταξιδεύουν με αερόστατο, δοκιμάζουν ένα φάρμακο για τη φαλάκρα, σβήνουν μια μεγάλη πυρκαγιά στο δάσος και ανασύρουν από τον πάτο της λίμνης σε μια επικίνδυνη αποστολή ένα χρυσό κλειδί, που ανοίγει το μπαούλο που περιέχει το βιβλίο που μιλάει για τους Γίγαντες... 


Όπως είπα, αυτό το βιβλίο ακόμα αναζητείται, οπότε δεν θυμάμαι και τόσο καλά συγκεκριμένες περιπέτειες. Όμως θυμάμαι ότι από τους τρεις γίγαντες που υπήρχαν, μόνο ο Κοκκινογένης έφτασε στο νανοχωριό τελικά, με εκκωφαντικά βογγητά που οφείλονταν σ' έναν άσχημο πονόδοντο. Αφού του έβγαλαν το δόντι έγινε φίλος τους και έζησε μαζί τους. Χάρη σ' ένα μαγικό δαχτυλίδι που μπορούσε να κάνει τους γίγαντες νάνους και τ' ανάπαλιν, μπορούσε κι ο Κοκκινογένης να μικραίνει όποτε ήθελε για να μη νιώθει άσχημα εκεί ψηλά. Στο τέλος του βιβλίου πηγαίνουν μια εκδρομή πέρα απ' το δάσος με τις καμπανούλες. Κι εκεί ανακαλύπτουν τις νεράιδες...



Οι νεράιδες ήταν απ' τα πιο όμορφα και λυπητερά βιβλία της παιδικής μου ηλικίας. Πρόκειται για έξι αδερφές, συν τη βασίλισσά τους που δεν τη βλέπουμε ποτέ. Λοιπόν, καμία σχέση με Ντίσνεϋ οι νεράιδες αυτές. Πρώτον, τρεις απ' αυτές είναι αρκετά άσχημες: Η πιο μεγάλη είναι η Κοντή, ίδια μάγισσα με την ιπτάμενη σκούπα και τον παπαγάλο της. Η Ψηλή, παράξενη και αυστηρή. Και η Κόκκινη, κεφάτη και γελαστή και πολύ άταχτη. Έπειτα είναι η Παχουλή, γλυκούλα και φουσκομάγουλη. Και οι δυο μικρές, οι αγαπημένες μου, η Λευκή και η Γαλάζια. Η Λευκή έχει μακριά μαύρα μαλλιά και άσπρο δέρμα, είναι σοβαρή και αγαπάει τη μουσική. Η Γαλάζια είναι ξανθούλα και παιχνιδιάρα. Οι νεράιδες αυτές έρχονται στη χώρα των νάνων για διακοπές, κι ενώ όλα ξεκινούν ωραία, με κονταρομαχίες και μαγικούς καθρέφτες και παγωτά και συναυλίες και τουρτομαχίες και μια απόπειρα να φτάσουν με μια σκάλα στο φεγγάρι, εντελώς απρόοπτα ακολουθεί η τραγωδία. Μία μία οι νεράιδες παθαίνουν κάτι πολύ άσχημο! Η Κόκκινη παίζοντας με το μαγικό δαχτυλίδι έγινε μικροσκοπική και χάθηκε στη ζούγκλα των χορταριών, η Ψηλή αποφάσισε να ζήσει στα βάθη του ωκεανού μαζί με το γέρο βασιλιά της θάλασσας που την έκανε νέα και όμορφη (εντάξει, αυτή εξαφανίστηκε αλλά τουλάχιστον ήταν επιλογή της), η Λευκή πέθανε ακούγοντας τη μουσική ενός αηδονιού, τρυπημένη από ένα αγκάθι στην καρδιά (ίδιος ο μύθος από τα Πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας) και η Γαλάζια... επίσης πέθανε, πάγωσε επειδή έμεινε μια νύχτα στο χιόνι να ζεσταίνει δυο τριζόνια στη φωλιά τους με την ανάσα της! Το πόσο μου είχε στοιχίσει αυτό δε λέγεται. Πέθαναν οι δυο αγαπημένες μου νεράιδες! Κι αφού η Παχουλή επέστρεψε στο σπίτι, μόνο η Κοντή έμεινε με τους φίλους μας... 



 Στο επόμενο βιβλίο, οι νάνοι ανακαλύπτουν τρία μικρά και σκανταλιάρικα ξωτικά κρυμμένα σ' ένα μεγάλο κορμό δέντρου. Ο Ξυδάκης, ο Αλατάκης κι ο Πιπεράκης είναι μεγάλα πειραχτήρια. Όλο κάνουν αταξίες, και δοκιμάζουν την υπομονή όλων, μέχρι που αρπάζουν μια τιμωρία και αποφασίζουν να είναι πιο προσεκτικά. Εδώ γνωρίζουμε και τα γκούσναγκ, κάτι ξωτικάκια πιο μικρά ακόμα, κακιασμένα και τρις χειρότερα στις ζαβολιές απ' τα δικά μας, που τα ξεφορτώνονται με το κόλπο του αυλητή του Χάμελιν. Στο τέλος του βιβλίου τα ξωτικά ανακαλύπτουν ένα μεγάλο αυγό, απ' το οποίο βγαίνει ένας μικρός άσπρος μονόκερως! Πετώντας στην πλάτη του, ο Ξυδάκης ανακαλύπτει τη χώρα των Δράκων...




Εκεί λοιπόν, αφού γνωρίζουμε τους δράκους και τη ζωή τους, συναντάμε το Μάυρο, έναν κακό νάνο που παγιδεύει ένα δράκο και προσπαθεί με τη βοήθειά του να εξοντώσει τους δικούς μας. Σχεδόν γίνεται πόλεμος μεταξύ δράκων και νάνων, με άρματα, όπλα και τα συναφή, όμως τέλος καλό όλα καλά. Συμφιλίωση κι ένα μεγάλο φαγοπότι αλά Αστερίξ κλείνει την ιστορία. Μακάρι να τελείωναν έτσι όλοι οι πόλεμοι, πριν καν αρχίσουν, και τα παραμύθια να 'βγαιναν αληθινά. 








Δεν υπάρχουν πολλά στο ίντερνετ για το δημιουργό αυτών των υπέροχων ιστοριών. Μονάχα ότι το Tony Wolf είναι ψευδώνυμο του Ιταλού εικονογράφου Antonio Lupatelli.  Le storie del bosco λέγονται λοιπόν οι ιστορίες μας, και η Αγγλική τους μετάφραση είναι The Woodland Stories


O Tony Wolf γεννήθηκε στo Busseto της Ιταλίας το 1930 και απ' ό,τι φαίνεται είναι πολυγραφότατος -και πολυζωγραφότατος. Έριξα μια ματιά στον κατάλογο βιβλίων των εκδόσεων Στρατίκη, τα πιο πολλά τους βιβλία είναι δικά του και του γιου του, Matt Wolf, που ζωγραφίζει στο ίδιο στυλ. Βλέπω μάλιστα στον κατάλογο ότι και άλλα αγαπημένα βιβλία των παιδικών μου χρόνων είναι δικά του -φυσικά, πώς δεν το είχα προσέξει ποτέ, τώρα πια θα αναγνώριζα παντού τις εικόνες του. 

Έτσι μου 'ρχεται να παρατήσω τα μεγαλίστικα που διαβάζω αυτό τον καιρό και να κάνω ένα μαραθώνιο Tony Wolf... Να ξαναβρεθώ για λίγο μαζί του στο δάσος... Θα ξανανοίξω τα βιβλία μου με προσοχή, γιατί είναι πια διαλυμένα, και θα χαθώ μέσα στις εικόνες που ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά. Θα ξαναβρω το φίλο μου τον Αγκαθούλη, που με γέμιζε χαρά όταν ξεκινούσε το παραμύθι καρφώνοντας στο δέντρο μια ανακοίνωση για την επικείμενη γιορτή της Άνοιξης:

Άνοιξη και πάλι και χαρά μεγάλη
Λούλουδα κι αρώματα και χιλιάδες χρώματα
Έλιωσαν τα χιόνια, ήρθαν χελιδόνια
Άνοιξη και πάλι και χαρά μεγάλη! 

Κι όταν θα ΄ρθει ο καιρός, όχι και τόσο μακριά από τώρα, θα πάρω και τη Σταυρούλα απ' το χέρι για να περπατήσουμε εκεί, μαζί με τα ζώα, τους νάνους, τους γίγαντες, τους δράκους, τα ξωτικά και τις νεράιδες.