Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Inkheart- Μια ταινία για τα βιβλία!

Είδα την ταινία χωρίς να ξέρω ότι βασίζεται σε βιβλίο, όμως τώρα που το έμαθα θέλω οπωσδήποτε να το διαβάσω: ο λόγος για το inkheart, μια περιπέτεια για όλη την οικογένεια, μια ιστορία που κάνει τα βιβλία να ζωντανεύουν!



Ο Μο είναι silvertongue, κι αυτό σημαίνει πως όταν διαβάζει δυνατά κάνει τους ήρωες των βιβλίων να ζωντανεύουν- κυριολεκτικά! Στην κορούλα του τη Μέγκι δεν έχει διαβάσει ποτέ μια ιστορία για καληνύχτα. Ψάχνει απεγνωσμένα το βιβλίο inkheart, εδώ και χρόνια.

Γιατί όλα αυτά;

Γιατί διαβάζοντάς το δυνατά χρόνια πριν, τότε που δεν είχε ανακαλύψει ακόμα το χάρισμά του, έφερε στον πραγματικό κόσμο τον Dustfinger και άλλους ήρωες της ιστορίας, κι έχασε ταυτόχρονα τη γυναίκα του, που εξαφανίστηκε στον κόσμο του βιβλίου!

Ήρωες του inkheart, καλοί και κακοί, μπερδεύονται με τους "αληθινούς" ανθρώπους. Βιβλίο μέσα στο βιβλίο, ιστορία μέσα στην ιστορία. Τα δυο επίπεδα της αφήγησης μπλέκονται.

Μονόκεροι, μινώταυροι, ιπτάμενες μαϊμούδες κι ο Τότο, το σκυλάκι απ' το "μάγο του Οζ", παρελαύνουν κι αυτά ανάμεσα στους "αληθινούς" ανθρώπους. Κι ο ίδιος ο συγγραφέας, αδέξιος, αντιήρωας και νοσταλγός του φανταστικού του κόσμου, πιο μικρός απ' τις περιστάσεις, αληθινός όσο και οι υπόλοιποι μα όχι πιο αληθινός απ' τους χαρακτήρες που δημιούργησε, μιλάει μ' αυτούς και στέκει έκθαμβος μπροστά τους, σέρνεται απρόθυμος στην περιπέτεια μα τελικά διαλέγει το όνειρο.

 Το περίμενα, μα δεν πίστευα ότι θα ήταν τόσο όμορφο στην πράξη το ότι η Μέγκι τελικά αναδεικνύεται στον πιο σημαντικό χαρακτήρα της ιστορίας. Ήταν το μόνο παιδί σε μια παιδική ιστορία, ήταν αυτή που έπρεπε να σώσει την κατάσταση. Κι ύστερα έδειχνε από την αρχή ότι είχε τσαγανό.

Έπειτα είναι όλη η οικογένεια του Μο, κι η αφοσίωση που τους δένει. Κι η αναζήτηση του ενός από τον άλλο για χρόνια και χρόνια και χρόνια. Κι η μετατροπή του απλού ανθρώπου σε ήρωα για τον άλλο, έτσι χωρίς πολλά πολλά. Το βρήκα συγκινητικό. Πάντα με συγκινούν κάτι τέτοια.

Και χάρηκα που όλοι οι καλοί με τον τρόπο τους στο τέλος αποδεικνύονται ήρωες. Ο πατέρας, το κοριτσάκι. Ο Dustfinger, η χαμένη μητέρα. Ακόμα κι η ηλικιωμένη θεία-βιβλιοσκούληκο, με την τεράστια βιβλιοθήκη. Ακόμα κι αυτή βρήκε τον τρόπο να βγει απ' τον εαυτό της και να τον ξεπεράσει.

Απλά μ' αρέσουν κάτι τέτοιες ιστορίες. Κατά βάθος το inkheart ήταν ένα παραμύθι, φτιαγμένο από το υλικό άλλων παραμυθιών, και πάντα τρελαίνομαι για ένα καλό παραμύθι.

Οι λεπτομέρειες είναι καμιά φορά πολύ σημαντικές. Οι στιγμές είναι τόσο σύντομες, μα έχουν μεγάλη δύναμη. Κι έτσι, για το τέλος, δε θα ξεχάσω τη γυναίκα του Dustfinger, όμορφη και λυπημένη, να τον καλεί μέσα απ' τον κόσμο του βιβλίου: Σε παρακαλώ, γύρισε σπίτι. 



Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Τα βιβλιαράκια "αγγίζω και νιώθω"!




Οι ειδικοί λένε ότι τα μωράκια είναι έτοιμα για παιδικά  βιβλιαράκια από έξι μηνών, όταν μπορούν να κάθονται μόνα τους.  Κι ακόμα λένε ότι τα πρώτα βιβλιαράκια τους με εικόνες καλύτερα να έχουν φωτογραφίες παρά ζωγραφιές. Λογικό μου φαίνεται. Άλλο να δεις για πρώτη φορά το ελεφαντάκι όπως είναι πραγματικά κι άλλο να το δεις ζωγραφιστό και αναπόφευκτα λίγο παραμορφωμένο.



Μ’ αρέσουν τα ζώα και γι’ αυτό έψαχνα βιβλία με ζωάκια για την κορούλα μας –δεν είναι ούτε πέντε μηνών ακόμα, αλλά από καιρό απολαμβάνει τα πάνινα βιβλιαράκια της με τα έντονα χρώματα- όταν ανακάλυψα τα βιβλιαράκια «αγγίζω και νιώθω» που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη (D.K. στα αγγλικά).   Είναι πανέμορφα! Έχουν σελίδες από χοντρό χαρτόνι και όμορφες φωτογραφίες, λίγες λεξούλες για να δώσουν στη μαμά ή στο μπαμπά ιδέες όταν περιγράφει την εικόνα στο παιδάκι, και, στα ζωάκια τουλάχιστον, ένα μικρό κομμάτι της εικόνας ξεχωρίζει –είναι η απαλή γούνα ή το δέρμα του ζώου και μπορεί να τα χαϊδέψει το παιδάκι.


Κυκλοφορούν έξι βιβλιαράκια «αγγίζω και νιώθω»:
Η φάρμα, Άγρια Ζώα, Ζωάκια, Φορτηγά, Πρώτες λέξεις, Τα μωρά των ζώων.



Για την ώρα εμείς καταπιαστήκαμε με τα άγρια ζώα! Το πήραμε πριν μια βδομάδα. Η Σταυρούλα είναι πολύ μικρή για να αγγίζει, αλλά τουλάχιστον δαγκώνει και νιώθει. Βλέπει τις εικόνες, της περιγράφω αυτό που κοιτάζει, γυρίζει τις σελίδες μάλλον τυχαία, ανοίγει και κλείνει το βιβλίο με χαρά, ανοίγει διάπλατα τα μάτια της λίγο τρομαγμένη όταν το λιοντάρι (εγώ) της κάνει γκρρρρ και κλαίει όταν φτάνουμε στο κοάλα! Τυχαίο; Ποιος ξέρει;



Είναι φανταστικό να μοιράζεσαι ένα βιβλίο με ένα παιδάκι, ακόμα κι όταν είναι πολύ μωράκι, ακόμα κι αν το βιβλίο είναι τόσο απλό που αποτελείται από πέντε φωτογραφίες κι άλλες τόσες λέξεις. Μας αρέσει το «αγγίζω και νιώθω» και νομίζω μεγαλώνοντας λίγο ακόμα θα μας αρέσει ακόμα  περισσότερο!



Υ.Γ. Πάντως πρέπει να είναι νόστιμο…

Υ.Γ.2 Όχι, τι έχει δηλαδή το κοάλα; Αναρωτιέμαι…


Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Αξέχαστο!!!


Σήμερα τελείωσα το πιο πρόσφατο βιβλίο του Λουί Ντε Μπερνιέρ (συγγραφέα του Μαντολίνου του Λοχαγού Κορέλλι, άκουσον άκουσον!), Παντού και Πουθενά, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Παράξενο βιβλίο. Αυτοαποκαλείται «ένα μυθιστόρημα σε μικρές ιστορίες» και αυτό ακριβώς είναι: από τις σελίδες του παρελαύνουν οι κάτοικοι του Αξέχαστου, ενός μικρού αγγλικού χωριού περασμένων δεκαετιών, στις μικρές αυτοτελείς τους περιπέτειες. Κάποτε οι ιστορίες σχετίζονται μεταξύ τους, κάποτε απλώς οι χαρακτήρες εμφανίζονται σε περισσότερα από ένα διηγήματα, κάπως έτσι όμως λίγο-λίγο πλέκεται ο μύθος του Αξέχαστου, με τους γλαφυρούς του ήρωες και τα απίθανα γεγονότα, που βασίζεται ελαφρώς σε αναμνήσεις του ίδιου του συγγραφέα απ’ το χωριό του.

Ενώ στην αρχή με ξένισε κάπως, στην πορεία το λάτρεψα το βιβλίο, κι αυτό γιατί είναι γραμμένο με άφθονο χιούμορ και τρυφερότητα. Έβλεπα τους ήρωες να περνούν μπροστά στα μάτια μου, ζωντανοί κι ανάλαφροι σα φτερά που χορεύουν στον αέρα. Χωρίς ανούσιο ρομαντισμό (το λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας στον επίλογο), μα με τη νοσταλγία που σε κάνει να αναγνωρίζεις ότι όλα αυτά πέρασαν για πάντα, μια γλυκιά νοσταλγία δίχως θλίψη.

Οι ήρωες των ιστοριών είναι απίθανοι, μα πιο πολύ απ’ όλους με συγκίνησαν οι νεκροί. Το φάντασμα του άντρα της κυρίας Μακ που ζει ακόμα μαζί της στο σπιτάκι τους, η οικογένεια που κάηκε απ’ τα κεράκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου μα ακόμα επισκέπτεται τον μοναδικό της επιζώντα, η δεσποινίς Άγκαθα που πεθαίνει και συναντά τον αγαπημένο της για να χορέψει μαζί του το τραγούδι τους, ο στρατηγός που βάζει ακόμα σερβίτσιο τσαγιού και φαγητό  για την καλή του μετά από τόσα χρόνια. Μαζί με την πραγματικότητα τρυπώνει στις ιστορίες η φαντασία, κι οι ιστορίες φαντασμάτων που δεν προκαλούν τρόμο ή φρίκη με την αγάπη και απλότητα με την οποία επιστρέφουν για να στοιχειώσουν τους ζωντανούς τους. 

      

Ο γέρος και η θάλασσα revisited

Διάβασα το "γέρο και τη θάλασσα" του Χέμινγουέι πολύ παλιά, στο γυμνάσιο, στην πρώτη ή ίσως στη δευτέρα, όταν κάναμε ένα απόσπασμα στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Η αλήθεια είναι ότι δεν θα το διάβαζα ολόκληρο αν δεν μας το πρότεινε η καθηγήτριά μας, που τη λάτρευα και τη θαύμαζα απεριόριστα, γιατί στα παιδικά μου μάτια τουλάχιστον, η ιστορία δεν παρουσίαζε και τρομερό ενδιαφέρον. Για την ακρίβεια, ήταν από τις λίγες φορές που βαρέθηκα την ώρα της Λογοτεχνίας, αφού ασχολούμασταν επί μία ώρα με ένα γέρο μόνο στη βάρκα του, που είχε ψαρέψει ένα μεγάλο ψάρι και το φιλοσοφούσε το θέμα, και σαν να μην έφταναν όλα αυτά του το έφαγαν και οι καρχαρίες (καρχαρίες ήταν; δε βάζω και το χέρι μου στη φωτιά).

Τελοσπάντων, για να το διάβασα ολόκληρο και να έχω τέτοια συγκεχυμένη εικόνα στο κεφάλι μου, πάει να πει πως δεν με εντυπωσίασε. Από την άλλη, ήμουν 12 ή 13 χρονών τότε. Μπορεί αν το ξαναδιαβάσω τώρα να το δω αλλιώς το βιβλίο. Μπορεί να το αδίκησα. Δε θα ήταν η πρώτη φορά. Όλα αυτά με κάνουν να σκέφτομαι ότι πρέπει να του δώσω άλλη μία ευκαιρία. 

Πόσο μάλλον τώρα που ανακάλυψα μια πολύ εντυπωσιακή ταινία στο youtube, ο γέρος και η θάλασσα σε κινούμενα σχέδια! Δημιουργήθηκε από τον Alexander Petrov, ένα Ρώσο εικονογράφο που ζωγραφίζει με τα δάχτυλα πάνω σε γυαλί, αλλάζοντας κάθε φορά λίγο το σχέδιό του ώστε να φαίνεται πως η εικόνα κινείται. Είναι εντυπωσιακός: 

Εξηγεί πώς δουλεύει εδώ:



Ενώ το πρώτο μέρος της ταινίας "Ο γέρος και η θάλασσα" είναι εδώ: 



Στο youtube μπορείτε να τη δείτε όλη! 
Εγώ δεν την είδα ακόμα, γιατί έχω πολύ περιορισμένη πρόσβαση στο internet αυτό τον καιρό, όμως ανυπομονώ. Μήπως όμως προτού τη δω να ξαναδιαβάσω το βιβλίο;

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Ο Τοβίας και ο άγγελος


Τα βιβλία της Σουζάνα Ταμάρο για μεγάλους είναι πολύ δυνατά, αλλά και αρκετά σκληρά για να τα διαβάσεις και να μείνεις ψύχραιμος. Όμως αυτά είναι υπόθεση μιας άλλης μέρας. Σήμερα θέλω να γράψω για το τελευταίο έργο της που διάβασα, μια ιστορία για παιδιά.

Ο «Τοβίας και ο Άγγελος, ένα παραμύθι της πόλης» είναι ένα σύντομο παιδικό μυθιστόρημα, που μιλάει για τη μοναξιά ενός παιδιού. Οι γονείς της Μαρτίνας καβγαδίζουν σε καθημερινή βάση, το σχολείο την αφήνει αδιάφορη και τα υπόλοιπα παιδιά δεν την πλησιάζουν. Μόνο ο παππούς της μιλάει στη γλώσσα της, μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν τα δέντρα και τα ζώα, τα χαμένα πράγματα και οι άνθρωποι που είναι διαφορετικοί. Όταν και ο παππούς εξαφανίζεται ξαφνικά, όταν και οι γονείς την αφήνουν ολομόναχη, η Μαρτίνα με τις προτροπές της καστανιάς αποφασίζει ν’ αναζητήσει το πεπρωμένο της. Δεν ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό, όμως είναι αποφασισμένη να το ακολουθήσει. Στην πορεία θα συναντήσει το φύλακα άγγελό της, που θα λύσει τις απορίες της και θα τη βοηθήσει να συνεχίσει το δρόμο της ζωής της.

Η Μαρτίνα παίζει με τον παππού πως είναι σκυλάκι. Όταν είναι σκυλάκι ονομάζεται Τοβίας. Γαβ γαβ, φρρρτ φρρρτ, πςςςςςςςςς, μπρμμμμμμμ, οι άναρθροι ήχοι μοιάζουν για τη Μαρτίνα πιο κατανοητοί από τις λέξεις. Το βιβλίο της Σουζάνα Ταμάρο είναι γεμάτο ήχους, φωνές των ζώων και των φυτών, γεμάτο σκέψεις. Είναι η ιστορία ενός λυπημένου και μπερδεμένου παιδιού που μοιάζει τόσο γνώριμο. Η Μαρτίνα θα μπορούσε να είναι το κοριτσάκι του διπλανού θρανίου, του διπλανού διαμερίσματος, το παιδί μας ή εμείς. Κι η ιστορία της είναι ένα θλιμμένο παραμύθι με χαρούμενο τέλος.

«Το πεπρωμένο», όπως λέει η καστανιά, «είναι ο δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσεις για να βρεις τον εαυτό σου».
«Η δύναμη που ξετυλίγει το κουβάρι», λέει ο άγγελος,  «είναι μία και μόνο. Η δύναμη που κρατάει ζεστή την καρδιά. Η δύναμη της αγάπης».
Και το κουνελάκι λέει: «Τίποτα δε χάνεται για πάντα».


Η Σουζάνα Ταμάρο γεννήθηκε το 1957 στην Τεργέστη και ζει σ’ ένα αγρόκτημα, παρέα με τα ζώα της που ολοένα πληθαίνουν. Μπορείτε να διαβάσετε γι’ αυτήν εδώ και να αγοράσετε το βιβλίο ο Τοβίας και ο άγγελος εδώ.   

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Η Τζαμίλια και η μικρή καλοκαιρινή ιστορία

Όταν ήμουν περίπου εφτά χρονών, μου έκαναν δώρο το βιβλίο "Μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία", της Ευγενίας Φακίνου. Είναι η ιστορία της μικρής Μαρίας, που πηγαίνει στη Ναύπακτο για τις καλοκαιρινές της διακοπές, όπως κάθε χρόνο. Όλα είναι ίδια και όλα είναι όμορφα, μόνο που φέτος ο παππούς λείπει κι αυτό κατά κάποιο τρόπο αλλάζει τα πάντα.

Ήταν το πρώτο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου που έπεσε στα χέρια μου. Δεν φανταζόμουν ότι θα γινόταν από τις αγαπημένες μου συγγραφείς όταν θα μεγάλωνα, το συγκεκριμένο έργο της όμως το τίμησα δεόντως. Μου το διάβασαν και το διάβασα και μόνη μου και το ξαναδιάβασα πολλές φορές όλα τα χρόνια του Δημοτικού. Το έκανα δώρο σε φίλες μου. Ήταν απλό και τρυφερό και μιλούσε για ένα κοριτσάκι όπως εγώ (εννιά χρονών ήταν η Μαρία αν θυμάμαι καλά) και η ιστορία με άγγιζε γιατί ήταν τόσο καθημερινή και γραμμένη στη γλώσσα μου και απλά θα μπορούσε να συμβεί και σε μένα.

Είναι παράξενο, μα απ' αυτό το βιβλίο, στην ηλικία των εφτά χρόνων, πρωτοέμαθα για τη Τζαμίλια. Η Μαρία της μικρής καλοκαιρινής ιστορίας, ταξιδεύοντας για το χωριό της με την ξαδέρφη της την Ελένη, που είναι δεκαπέντε χρονών, παρατηρεί πως το βιβλίο που διαβάζει στο τρένο η μεγάλη και κάπως βαρετή ξαδέρφη της είναι η "Τζαμίλια" του Αϊτμάτοφ, και σχολιάζει, όνομα είναι αυτό; Μα η Ελένη είναι ενθουσιασμένη με το βιβλίο της. Δεν θέλει να μιλήσει ή να παίξει με τη Μαρία, διαβάζει τη Τζαμίλια. Έίναι, λέει, η πιο όμορφη ερωτική ιστορία.

Είμαι είκοσι εφτά χρονών. Έχω χρόνια να πιάσω τη "μικρή καλοκαιρινή ιστορία" στα χέρια μου. Όμως η εικόνα των δυο κοριτσιών στο τρένο ήρθε αμέσως, ξανά ζωντανή στη μνήμη μου, όταν είδα τη Τζαμίλια στη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου όπου δουλεύω.  Τη δανείστηκα χωρίς δεύτερη σκέψη και τη διάβασα σε δύο μέρες.

Η Τζαμίλια είναι κι αυτή μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία. Είναι σύντομη, απλή και συγκινητική, και είναι επίσης μια απ' τις ομορφότερες ερωτικές ιστορίες που διάβασα, είχε δίκιο η Ελένη, έχει δίκιο κι ο Αραγκόν που κάνει τον πρόλογο στις εκδόσεις Θεμέλιο. Είναι ξεχωριστή. Μοναδική όχι μόνο γιατί ο Αϊτμάτοφ μέσα απ' αυτήν περιγράφει τη ζωή στην Κιργιζία, τη χώρα του που ούτε ήξερα πως υπήρχε, σε μια άλλη εποχή, σ' έναν κόσμο διαφορετικό, με τις στέππες και το αΐλ, το κιργίζικο χωριό, τα περιβόλια, το σιδηρόδρομο και τον ποταμό Κουρκουρέου. Μα γιατί μ' έναν τρόπο απλό και μεγαλειώδη, αφού μας γνωρίζει τα έθιμα και τις αντιλήψεις του κόσμου αυτού, αφού σχεδιάζει τα όρια, τα ξεπερνάει τραγουδώντας την αγάπη. Αλλά και για άλλους λόγους. Γιατί είναι μια ερωτική ιστορία που τη διηγείται ένα παιδί, μια συγκινητική ιστορία-πέρασμα στην ενηλικίωση. Και γιατί η όμορφη μετάφραση της Άλκης Ζέης (που είναι επίσης από τις αγαπημένες μου συγγραφείς) δεν στερεί από τη γλώσσα της την ποιητικότητά της-η Τζαμίλια είναι μια ιστορία-ποίημα. Και γιατί οι δυο ερωτευμένοι την αυγουστιάτικη νύχτα με τ' αμάξια φορτωμένα στάρι, και το τραγούδι του Ντανιγιάρ, και οι εικόνες μέσα στο τραγούδι του που συγκλονίζουν το παιδί, δεν θα φύγουν εύκολα ούτε απ' τη δική μου μνήμη.

Το αγαπώ αυτό το βιβλίο. Και γελάω και σκέφτομαι, κοίτα να δεις που δεν θα ήξερα τώρα τη Τζαμίλια, αν δεν είχα γνωρίσει στα εφτά μου τη "μικρή καλοκαιρινή ιστορία"!

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Γιατί από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς...

Αγαπώ τα βιβλία. Νομίζω πως πάντα τα αγαπούσα. Όταν ήμουν μικρή, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα έπεφτα για ύπνο με ένα παραμύθι, μόνο που αυτός που κοιμόταν ήταν ο γονιός που μου το διάβαζε. Όταν έμαθα να διαβάζω, το να αγοράζω ένα βιβλίο σχεδόν όποτε μου έκανε κέφι ήταν η πολυτέλεια που μου επιτρεπόταν -φυσικά δεν θα ίσχυε το ίδιο για ένα παιχνίδι ή μια βιντεοκασέτα. Στο γυμνάσιο, δοκίμασα να γράψω τα δικά μου βιβλία, παιδιάστικες αντιγραφές εικόνων που με είχαν εντυπωσιάσει στα διαβάσματά μου. Διάβασα και ξαναδιάβασα τ' αγαπημένα μου βιβλία, και όλα αυτά τα χρόνια μέχρι τώρα, το διάβασμα ήταν το πιο σταθερό μου χόμπι, από τα λίγα πράγματα που δεν βαρέθηκα ποτέ. 

Είμαι ευτυχισμένη μπροστά σε μια βιβλιοθήκη, είτε είναι η δική μας στο σπίτι, είτε είναι δανειστική ή βρίσκεται σε βιβλιοπωλείο. Αρκεί να περιέχει λογοτεχνικά βιβλία -ξέχασα να πω ότι σ' αυτό το είδος αναφέρομαι. Παιδικά και μη. Παίρνω τα βιβλία στα χέρια μου, τα ανοίγω, χαιδεύω το εξώφυλλο και διαβάζω εδώ και κει. Χαζεύω τις εικόνες. Γίνομαι αχόρταγη, θέλω να τα δω όλα. Ξεχνιέμαι, ο κόσμος τους είναι ατέλειωτος.  

Μ' αρέσει να μιλώ για τα βιβλία που αγαπώ. Όταν ήμουν μικρή, διηγιόμουν τις ιστορίες που διάβαζα, στη μαμά μου, στις φίλες μου. Το κάνω ακόμα, διηγούμαι στον άντρα μου, στη μαμά, στην αδερφή μου. Κι αν ξαφνικά μου ήρθε η επιθυμία να γράψω γι' αυτά (γι' αυτό γεννήθηκε αυτό το blog), είναι από μια ανάγκη ν' ασχοληθώ μαζί τους λίγο περισσότερο. Δεν ξέρω πού θα βγάλει, ή αν θα βγάλει πουθενά. Ελπίζω όμως πως θα με οδηγήσει λίγο πιο βαθιά στο μυστικό συρτάρι όπου κρύβουν τη μαγεία τους, αφήνοντας λίγη να ξεγλιστρήσει κάθε φορά που αναδεύονται οι σελίδες.