Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Δύο

Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν. Τα Χριστούγεννα τα λατρεύω. Ο Δεκέμβρης ήταν πάντα για μένα ένας απ' τους πιο χαρούμενους μήνες, μα από τότε που γεννήθηκε η Σταυρούλα είναι πραγματικά κάτι άλλο. Είναι η επιστροφή στην ανάμνηση του ερχομού της στον κόσμο, στις πρώτες στιγμές. Στις στιγμές που τόσο ήσυχα άλλαξαν τη ζωή μας, γιατί πριν δεν ήταν εδώ, και μετά ήταν, τόσο αθόρυβη, τόσο μικρή, τόσο απερίγραπτα σημαντική. Ο Δεκέμβρης είναι από τότε και για πάντα διαφορετικός, πιο στοχαστικός και συγκινητικός, είναι μια υπενθύμιση για ευγνωμοσύνη.

Σήμερα ξημερώνουν τα γενέθλιά της. Γίνεται δύο. Δεν είναι πια αθόρυβη. Μιλάει ακατάπαυστα κι αυτό είναι μαγικό, γιατί είναι ένα παράθυρο στις σκέψεις της, στον κόσμο της. Είναι ακόμα μικρή, τόσο μικρή κι όμως ένας άνθρωπος τόσο ολοκληρωμένος. Όσο για το πόσο σημαντική...
Απερίγραπτα.
Αυτό ποτέ δεν αλλάζει.
Απερίγραπτα, κι ακόμα πιο πολύ.



Είναι Δεκέμβρης και δεν έχω γράψει ακόμα για τα χειμωνιάτικα παραμύθια μας. Κι είναι πολλά, δεν χωράνε πια στα ράφια. Αυτά που αγαπάμε αυτή την περίοδο, στην αρχή τα είχαμε στοίβα κάτω απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Όμορφο, μα καθόλου πρακτικό. Μετά έφτιαξα ένα κουτί για να τα φυλάμε, με σκοπό να τα εναλλάσσουμε μ' εκείνα στα ράφια ανάλογα τις προτιμήσεις μας. Αλλά για το κουτί θα μιλήσουμε άλλη μέρα. Και για τ' αγαπημένα θα μιλήσουμε άλλη μέρα. Σήμερα μόνο τα χριστουγεννιάτικα. Δυο λόγια μόνο σήμερα.

Τρίγωνα κάλαντα: Κι αν τα στιχάκια δεν είναι και πολύ πετυχημένα, τι πειράζει; Παραθυράκια, όμορφα σχέδια, κουδουνάκι, η Σταυρούλα το λατρεύει. Δώρο αγαπημένης φίλης μου, μου τη θυμίζει κιόλας. Ήρθε πέρυσι με το ταχυδρομείο. Έχω μια αδυναμία στα βιβλία που διαλέγουν άλλοι για μας. Και που έρχονται με το ταχυδρομείο.  

Χριστουγεννιάτικη συναυλία στο δάσος: Αυτό το έχουμε στα αγγλικά, αλλά δεν πειράζει. Έχω εξασκηθεί στην αυτόματη μετάφραση ενώ διαβάζω. Είμαι ένα είδος διερμηνέα υποθέτω. Πανέμορφο βιβλίο, με τα ζωάκια να ετοιμάζονται για τη συναυλία παίζοντας το καθένα διαφορετικό όργανο. Ακούμε το καθένα χωριστά και στο τέλος όλα μαζί. Ο ήχος τους είναι πολύ γλυκός, η μελωδία τους όμορφη, και η εικονογράφηση του βιβλίου επίσης. 

Η Δανάη γιορτάζει τα Χριστούγεννα: Αχ αυτή η Δανάη. Της αξίζει ολόκληρο ποστ. Την αγαπάμε. Την ανακαλύψαμε στη βιβλιοθήκη, την αγοράσαμε μετά. Είναι τσαχπίνα και λίγο σκανταλιάρα, αλλά πολύ γλυκιά. Η Σταυρούλα μάλλον ταυτίζεται σε πολλά.  

 Baby Elf's Christmas: Αυτό που λέγαμε για την αυτόματη μετάφραση; Ε, δεν είναι τόσο εύκολο όταν το βιβλίο είναι σε στιχάκια, αλλά με λίγη προετοιμασία το καταφέρνουμε κι αυτό. Μα κοιτάξτε αυτό το εξώφυλλο. Είναι ή δεν είναι η πιο γλυκιά φάτσα που υπάρχει σε παιδικό βιβλίο; Υπέροχη, πραγματικά υπέροχη εικονογράφηση. Η Σταυρούλα βέβαια έχει κολλήσει με την εικόνα που το μικρό ξωτικό κοιτάζει με δυσπιστία τον Άγιο Βασίλη, και λίγο τον φοβάται έτσι μεγάλος που είναι- ανάμεικτα συναισθήματα για τον Άγιο, όπως και τα δικά της.

The Nativity: Αυτό το διαβάζουμε από πέρυσι, τα έντονα χρώματά του και οι εικόνες "αγγίζω και νιώθω" της είχαν κρατήσει το ενδιαφέρον παρόλο που ήταν μικρό μωράκι. Τώρα το ξέρει απέξω. Συμπληρώνει λέξεις όταν διαβάζω. Με ελάχιστα λόγια, η ιστορία της γέννησης. Πανέμορφο.

***
Αναμμένο τζάκι, μια φλισένια κουβερτούλα κι εμείς στον καναπέ με τα βιβλία μας. Ευτυχία. "Άμα έρθει ένας ξένος στο σπίτι θα μας πάρει τα βιβλία μας;" ρωτάει η Σταυρούλα (χωρίς όλα τα σύμφωνα), κι εγώ τη διαβεβαιώνω πως αποκλείεται ν' αφήσω κανέναν ξένο να μας πάρει τα βιβλία μας. Τα μάτια της είναι ολοστρόγγυλα και μεγάλα και μπλε. Είναι δύο χρονών, είναι υπέροχη. Γεμίζει χαρά τη ζωή μου, την αγαπώ.

Χρόνια πολλά, μωρό μου, καληνύχτα...
















Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Κληρονομιά


Βρήκα αυτή την εικόνα στο ίντερνετ και πολύ γέλασα. Πόσο αληθινό.
Το ξέρω, μάλλον θα είναι η μόνη κληρονομιά που θ' αφήσω πίσω μου. Χαρτί. Λέξεις. Παραμύθια.
Άχρηστη για κάποιους.
Μια αλόγιστη σπατάλη χρημάτων και χρόνου, χρόνου, πολύτιμου χρόνου.
Για μένα, ένας μαγικός σιδηροδρομικός σταθμός, πολυσύχναστος, γεμάτος με τρένα για κάθε γωνιά του κόσμου και παραπέρα.
Επένδυση.
Τ' ανοίγεις και φεύγεις...

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Νοέμβρης

Σήμερα ο αέρας άλλαξε. Βρέχει κι έχουμε βαριά σύννεφα και κρύο, και το πρωινό μας ήταν τοστ και ζεστό χαμομήλι. Έξω μυρίζει κάτι φρέσκο και διαφορετικό. Είναι νομίζω η πρώτη μέρα του χειμώνα.

Η αλλαγή των εποχών είναι κάτι υπέροχο όταν συμβαίνει. Η πρώτη μέρα του χειμώνα είναι γεμάτη μαγεία και υποσχέσεις, όπως ακριβώς κι η πρώτη μέρα της άνοιξης. Είναι ώρα για να χαρούμε. Να απολαύσουμε χιλιάδες μικρά πράγματα που από πέρυσι φαντάζουν πάλι καινούργια. Και να καλωσορίσουμε στο κουκούλι μας τα όνειρα, ντυμένα με τις χοντρές μάλλινες ζακέτες τους.  
   
Εδώ και κάτι μέρες αρχίσαμε τα χειμωνιάτικα παραμυθάκια μας. Το τσάι που πίνουμε "σαν μεγάλες κυρίες" έχει γίνει ιεροτελεστία. Νυχτώνει νωρίς, αλλά δεν πειράζει. Στο σπίτι βρίσκουμε τόσα πράγματα να κάνουμε. Μένουν 54 μέρες για τα Χριστούγεννα, ή όχι; Πείτε μου πως είναι λίγο, μόνο λίγο τρελό που τα περιμένω από τώρα. Πείτε με τρελή, μ' αρέσει ο χειμώνας. 

Τα βιβλία μας αυτό τον καιρό...

Πάνω στο γραφείο μου έχω ανοιχτό αυτό
 Ξέρετε τους Μούμιν; Είναι κάτι παράξενα πλάσματα, μια ολόκληρη οικογένεια που ζουν στην κοιλάδα τους παρέα με διάφορους άλλους παράξενους τύπους. Η Tove Gansson (1914-2001), μια κυρία από τη Φινλανδία, δημιούργησε μια ολόκληρη σειρά βιβλίων με τις περιπέτειές τους. Ακόμα κι η Σταυρούλα τους ξέρει, γιατί έχουμε αυτά
Παράξενα, καλοσυνάτα πλασματάκια τα Μούμιν. Άλλης κουλτούρας ίσως αλλά γεμάτα από τη δική τους ήσυχη μαγεία. Οι φίλοι τους, ο κόσμος τους, τα ενδιαφέροντά τους. Ο Νοέμβρης κι ο χειμώνας που αρχίζει μ' έκανε να τραβήξω το βιβλίο από τη βιβλιοθήκη και να το ξεφυλλίσω ξανά. Δεν το θυμάμαι, δεν το έχω προχωρήσει πολύ, αλλά είναι στ' αλήθεια πολύ γλυκό και επίκαιρο.

Και τώρα αυτό: 

Α, αυτό. Δεν μπορώ να μη μιλήσω γι' αυτό. 
Η Σταυρούλα το αγαπάει. Βρίσκεται μόνιμα στο πάτωμα, δεν κάνω τον κόπο να το βάλω στο ράφι. Το διαβάζουμε τουλάχιστον τρεις φορές τη μέρα, το ξέρει απέξω. Την ώρα που διαβάζω, σταματάω σε συγκεκριμένα σημεία για να συμπληρώνει τις λέξεις. 

Βέβαια η αγάπη δεν ήρθε με την πρώτη ματιά. Και λίγα λέω. 
Λοιπόν, ο Τικ και η Τέλα είναι φανταστικοί. Κείμενο μικρό κι απλό, κάπου δυο προτάσεις σε κάθε σελίδα, ό,τι πρέπει για την ηλικία της (δείτε και τα άλλα τους βιβλία εδώ). Είχαμε τη "λιμνούλα", είπαμε να πάρουμε ένα ακόμα, και πέσαμε πάνω στο "τέρας". Η Τέλα (το ποντίκι) φτιάχνει γλυκάκια μια βροχερή μέρα, όταν ένα τέρας της χτυπάει την πόρτα. Βέβαια το τέρας ήταν ο φίλος της ο Τικ (ο λαγός) μεταμφιεσμένος. Της δανείζει και τη στολή, τη φοράει η Τέλα και παίζουν ευτυχισμένοι. Εμ, έλα που η Σταυρούλα το τέρας το φοβόταν! Στην αρχή το βιβλίο το λέγαμε "το θρίλερ". Το τριχωτό χέρι που χτυπάει το τζάμι, το πρόσωπο που φαίνεται στην πόρτα, το τέρας που μπαίνει στο σπίτι, όλα αυτά μάλλον παραπήγαιναν για το μωρό και γαντζωνόταν πάνω μου όσο διαβάζαμε. Δεν ήθελε να σταματήσουμε, μόνο να είναι πάνω μου. Κι όσο το φοβόταν, τόσο το ζητούσε. 

Σιγά-σιγά, το έκανε δικό της. Δεν το φοβάται πια, μόνο καμιά φορά όταν βλέπει την κεφάλα στο παράθυρο λέει "Τικ", έτσι για να σιγουρευτεί ότι αυτή τη φορά δεν θα βγει κανένα αληθινό τέρας. Λέμε τώρα, για καλό και για κακό.  

Θα μείνω σ' αυτά για την ώρα, αν και υπάρχουν κι άλλα... Και βιβλία, και στιγμές, και χιλιάδες όμορφα πράγματα.
Θα μείνω σ' αυτά. Και στη βροχή. Και στο φρέσκο χειμωνιάτικο αέρα. Και στο ότι μετά από τόσο καιρό, μου ήρθε πάλι λίγο η όρεξη να γράψω- δεν θέλω να την εξαντλήσω. 
Ευτυχισμένο χειμώνα να 'χουμε...   




Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Καλοκαίρι

Ο Ιούλιος τελειώνει. Είναι γεγονός. Πέρασε κιόλας το μισό καλοκαίρι. Και να με, εγώ που πάντα υποστηρίζω πως πρέπει να γιορτάζουμε το κάθε λεπτό, να χαιρόμαστε τη στιγμή, κι από την άλλη πάντα κάτι περιμένω με λαχτάρα, να με που ξαφνικά δεν θέλω να περάσουν οι μέρες, να μην τελειώσει το καλοκαίρι, να μην τελειώσει.

Μαζί του τελειώνουν και τα ψέματα: γυρίζω στο σχολείο. Πανικός! Τη μισή μέρα μακριά απ' τη Σταυρούλα μου; Ιδρώνω και που το γράφω. Κι ενώ προσπαθώ να χειριστώ το άγχος του αποχωρισμού που ώρες ώρες με γραπώνει σαν χέρι στο λαιμό (κι εγώ που νόμιζα ότι το παιδί το παθαίνει αυτό το πράγμα κι όχι η μαμά... κούνια που με κούναγε), κι ενώ προσπαθώ να βρω λύσεις για να μειώσω το χρόνο του πηγαινέλα στη δουλειά, και πιο πολύ ν' αντιμετωπίσω τ' αρνητικά μου συναισθήματα για να μπορέσω να βοηθήσω και το μωρό μου όταν έρθει η ώρα, κι ενώ στο μυαλό μου στριφογυρίζουν τρένα, λεωφορεία, μαθητές, διευθυντές, νταντάδες και λοιπά και λοιπά, θυμάμαι πού και πού και τεντώνω τ' αυτιά μου για ν' ακούσω την ήρεμη φωνούλα μέσα μου που λέει: Χαλάρωσε. Άσε τα πράγματα να έρθουν. Κι ακόμα λέει, με τη φωνή της μαμάς μου: Τις περισσότερες φουρτούνες τις περνάμε στο κεφάλι μας. 

Είναι ακόμα καλοκαίρι. Θυμίστε μου να μην καταστρέψω σαν ηλίθια το καλοκαίρι με τις αγωνίες του φθινοπώρου. 

Είναι καιρός για όμορφες αναμνήσεις, δεν έγραφα πριν λίγες μέρες; Μην το ξεχνάς αυτό, κυρία έξυπνη. Άντε λοιπόν. Σκάσε και κολύμπα. 

Και επειδή το βιβλιοσκούληκο μπορεί να είναι ημερολόγιο βιβλίων, αλλά πάνω απ' όλα είναι ημερολόγιο, θα παρεκτραπώ. Καλοκαίρι είναι. 
Ορίστε λοιπόν, μερικές όμορφες αναμνήσεις του Ιουλίου και πράγματα για τα οποία είμαι ευγνώμων:

1. Νυφικό με tevaκια: 
Έγινε παρανυφάκι για πρώτη φορά. Μια πριγκίπισσα με ορειβατικά πέδιλα. Που τα γέμισε άμμο στο beach party που ακολούθησε, πριν κοιμηθεί μακάρια στους καναπέδες, για να μου παραχωρήσει ευγενικά την ευκαιρία να χορέψω μέχρι τελικής πτώσεως.
2. Το νερό-νεράκι:
Στο χωριό. Λάστιχο, γιαγιά, γέλια κι η μαμά με τη φωτογραφική μηχανή να προσπαθεί να παγώσει το χρόνο. 

3. Εκδρομή στο βουνό:
Δροσιά στο δάσος, κουβέρτα και μεσημεριανός υπνάκος στο χώμα, αδέσποτες αγελάδες στο λιβάδι στα 1800μ. υψόμετρο και βάλε, μια επεισοδιακή κατάβαση γεμάτη γέλια. Στο βουνό, ένας μαγικός κόσμος. Μαζέψαμε μικρά ξύλα και φτιάξαμε σπιτάκια για νεράιδες.

4. Ήρεμες, οικογενειακές στιγμές. Η παρουσία της. Το γέλιο της, οι καινούργιες λεξούλες της, το να καταλαβαίνουμε ακριβώς τι εννοεί. Η μαγεία της ύπαρξής της.
Εδώ απλά με τρελαίνει γιατί είναι σαν μπαλαρινάκι.

5. Ευτυχισμένες μέρες με τη θεία, ατέλειωτες βόλτες στη Θεσσαλονίκη, η αδερφούλα μου κοντά μας:
Μπαμπάς, θεία, Σταυρούλα. Η μαμά κρατάει την κάμερα, κι απ' τ' αυτιά της βγαίνουν καρδούλες και για τους τρεις. Την αδερφούλα μου τη λένε Χαρά , η Σταυρούλα τη λατρεύει, και για να της το αποδείξει την αποκαλεί "τσατσά". Χαρά, σε λατρεύει λέμε!

6. Τα παραμύθια.
Δεν παρεκτράπηκα τόσο πολύ ώστε να μην αναφερθώ καθόλου στα βιβλία. Κι εξάλλου, καλοκαίρι χωρίς παραμύθια δεν γίνεται. Τα λέμε το βράδυ, στο σκοτάδι, πριν κλείσουν τα βλέφαρα. Τα διαβάζουμε με το φως της μέρας κι οι εικόνες μας φανερώνουν τα μυστικά που μπορεί ακόμα να κρύβουν οι λέξεις. 
Τα αγαπημένα μας αυτή την περίοδο: Παραμύθια που αγαπώ, That's not my mermaid, The Wide-Mouthed Frog, Μάντεψε πόσο σ' αγαπώ

Οι γοργόνες μας. Θαλασσινές, καλοκαιρινές. Και το κουτί των παιχνιδιών που έγινε βαρκούλα, "παπούπα" στα σταυρούλικα. 

Είπαμε, οι γιαγιάδες κάτι ξέρουν από παραμύθια.

Το "Μάντεψε πόσο σ' αγαπώ" πρέπει να είναι το πιο γλυκό βιβλιαράκι για μικρά παιδάκια. Η Σταυρούλα το διαλέγει πάντα. Ο μπαμπάς λαγός και το λαγουδάκι προσπαθούν να μετρήσουν ποιός αγαπάει τον άλλο πιο πολύ. Όμως η αγάπη δεν μετριέται...



Το βρήκα και στο youtube ανεβασμένο:


Ουφ! Τα 'γραψα και ήδη νιώθω καλύτερα. 
Ο Ιούλιος φεύγει, αλλά ήταν τόσο όμορφος. 
Είναι πάντα ευχάριστο να το σκέφτεσαι.

Καλοκαίρι, θα προσπαθήσω να μη σε σπαταλήσω άλλο. Δεν θα μαυρίζω τις όμορφες μέρες σου με ανησυχίες και φόβους για το αύριο. Και θα προσπαθήσω να σου χαρίσω τον καλύτερό μου εαυτό. Να χαίρομαι με όλη μου τη δύναμη και ν' αγαπώ με όλη μου τη δύναμη και να θυμάμαι να είμαι ευγνώμων και δεκτική στις όμορφες στιγμές που έρχονται και κάποτε τις προσπερνώ. 
Θα προσπαθήσω. 
Αλλά κι εσύ θα υποσχεθείς να μη βιαστείς να φύγεις.
Ακούς;






Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Της γιαγιάς τα παραμύθια...

Πριν κανα μήνα περίπου, κάναμε οι τρεις μας ένα ταξίδι στη θάλασσα: η μαμά μου, η Σταυρούλα κι εγώ. Ξεκίνησε λίγο αντίξοα, και ήταν βασικά ταξίδι για δουλειά, όμως ήταν γεμάτο από μια ξεχωριστή μαγεία- εκείνη που υπάρχει μόνο εκεί που βρίσκονται μαζί τρεις γυναίκες από τρεις γενιές μιας οικογένειας, πολύ ισχυρά δεμένες μεταξύ τους με τ΄αόρατα νήματα της αγάπης.  


Η Σταυρούλα ήταν τρισευτυχισμένη σ' αυτό το ταξίδι. Είχε άπλα, ελευθερία και όλη την προσοχή του κόσμου από τη μαμά της (φυσικά) και τη γιαγιά της (που δεν τη βλέπει συχνά). Παιχνίδια και τραγούδια όλη μέρα. Λατρεία. 


Η λατρεία της γιαγιάς γίνεται παιχνίδι.
Υπομονή. 
Παραμύθια.  


Κυλούσαν οι μέρες κι εγώ παρακολουθούσα το bonding, που απλά, αβίαστα, συνέβαινε. Στη θάλασσα πετούσαν βοτσαλάκια, στην παιδική χαρά έκαναν τραμπάλα, στο μπαλκόνι έπαιζαν με τα νερά. Το βράδυ τους έδινα το χώρο τους. Ήμουν εκεί, φυσικά, ήμασταν και οι τρεις ξαπλωμένες, η Σταυρούλα ανάμεσα, γαντζωμένη στο στήθος μου. Όμως η γιαγιά έλεγε το παραμύθι. Ξεκίνησε με την Κοκκινοσκουφίτσα. Το άλλο βράδυ Κοκκινοσκουφίτσα και Σταχτοπούτα. Και το επόμενο Κοκκινοσκουφίτσα, Σταχτοπούτα, κι η ιστορία της Σταυρούλας που μεγαλώνει και πάει σχολείο. Κι έτσι, μαγικά, το μωρό κοιμόταν! Το μωρό μου, που όταν αλλάζει περιβάλλον μένει ξάγρυπνο ως τα μεσάνυχτα μες στην υπερένταση, κοιμόταν με την κατευναστική φωνή της γιαγιάς να λέει παραμύθια. Ούτε που ήξερα ότι ήταν σε ηλικία ν' ακούσει παραμύθια με τόσα πολλά λόγια. Για φαντάσου.



Το ταξίδι τελείωσε, αλλά τα παραμύθια της δεν ήθελα να της τα στερήσω. Έλα όμως που κάθε φορά που ξαπλώναμε και επιχειρούσα να ξεκινήσω την Κοκκινοσκουφίτσα ή τη Σταχτοπούτα δεν παρέλειπε να μου θυμίζει: "γιαγιά!", κάποιες φορές τόσο έντονα και τόσο συχνά που δεν με άφηνε να συνεχίσω. Ξεκίνησα κι εγώ να της λέω τα τρία γουρουνάκια, ενώ κοιτάζαμε τις εικόνες από ένα κακόμοιρο βιβλιαράκι που αγοράσαμε απ' το σούπερ μάρκετ. Μεγάλη επιτυχία! Εκδόσεις Joconda, και η ιστορία χιλιοκουτσουρεμένη (ό,τι πρέπει για μωρό 18 μηνών) όμως την εικονογράφηση τη βρήκα όμορφη (κι ας λέγεται Van Gool αυτός που την έκανε). Της άρεσε πολύ το παραμύθι. Έχει και δραματικότητα και εφέ με το λύκο που φυσάει τα σπιτάκια και μετά πέφτει στο βραστό νερό. Κι όταν κάνει αναπαράσταση πώς γελάνε τα γουρουνάκια στο τέλος της ιστορίας, θέλω να τη φάω. Με την καλή έννοια. 

Στην επόμενή μας επίσκεψη στη γιαγιά, μας έκανε δώρο ένα βιβλίο. Τα Παραμύθια που αγαπώ, εκδόσεις Μίνωας. Η Σταχτοπούτα κι η Κοκκινοσκουφίτσα είναι εκεί, και τα γουρουνάκια εκεί είναι, κι ο Κοντορεβιθούλης κι ο Παπουτσωμένος γάτος, αλλά και άλλα παραμύθια, λιγότερο γνωστά, όπως η Χιονούλα και η Ροδούλα και οι Μουσικοί της Βρέμης. Είναι προχωρημένο βιβλίο για μας, με μεγάλα κείμενα, αλλά έχει μεγάλες εικόνες που μπορείς να στηριχτείς πάνω τους για να πεις με δικά σου λόγια την ιστορία. Το ξεκίνησαν στην Αθήνα, με τα γνωστά παραμύθια φυσικά. Το συνεχίζουμε κι εδώ. Το παίρνουμε μαζί μας όπου πηγαίνουμε, τώρα το καλοκαίρι. Είναι ανεξάντλητο. 


Διαβάζουμε τα γουρουνάκια, την Κοκκινοσκουφίτσα και τη Σταχτοπούτα. "Μαμά!" φωνάζει η Σταυρούλα όταν αρχίζουμε το πρώτο, "γιαγιά!" όταν αρχίζουμε κάποιο απ' τα άλλα δύο. "Γιαγιά!" φωνάζει όταν βλέπει το γάιδαρο και τον κόκορα απ' τους μουσικούς της Βρέμης -στο ταξίδι με τη γιαγιά είδαμε και γάιδαρο και κόκορα, δεν το ξεχνάει. Διαβάζουμε από χθες και την Τοσοδούλα, και πάλι θέλω να τη φάω όταν μου δείχνει με το δαχτυλάκι της πως η Τοσοδούλα είναι τόοοοσο μικρή. "Μαμά!" φωνάζει και ξαναφωνάζει κατά τη διάρκεια του παραμυθιού, και κάνει πως κλαίει -ναι ναι, η Τοσοδούλα έκλαιγε γιατί ήθελε τη μαμά της. Το σίγουρο είναι ότι τα ζει τα παραμύθια, όχι αστεία. 


Αγαπώ τις ώρες που περνάμε με τα παραμύθια. Το βλέμμα της όταν συγκεντρώνεται σε μια εικόνα. Την ανυπομονησία της όταν γυρίζει τις σελίδες στην τύχη και δείχνει πότε το ένα και πότε το άλλο. Είναι το κορίτσι μου, αγαπώ τα πάντα πάνω της. Με ξαφνιάζει κάθε μέρα μ' αυτά που καταλαβαίνει και με τον τρόπο που εκφράζεται, χωρίς πολλά λόγια, όμως με τόση σαφήνεια. Με ξαφνιάζει μ' αυτά που θυμάται. Το να την παρακολουθώ, μαθαίνοντας από κείνη τι της κάνει εντύπωση, είναι κάτι θαυμάσιο. Το να κάθομαι ήσυχα πλάι της και δειλά να μπαίνω, όταν μου ανοίξει την πορτίτσα, στο μικρό της κόσμο είναι το μεγαλύτερο προνόμιο. Και το να μοιράζομαι τα παραμύθια μαζί της είναι ένα μονάχα απ' τα πράγματα που με κάνουν ευτυχισμένη. 


Νομίζω είναι πολύ ταιριαστό που τα παραμύθια μας τα σύστησε αυτό το ταξίδι με τη γιαγιά. Δεν είχα ποτέ γιαγιά, όμως ακούω πως κάτι ξέρουν αυτές από παραμύθια.


Ήταν ένα όμορφο ταξίδι το δικό μας. Είναι όμορφα να έχεις μαμά και να είσαι μαμά. Σε τοποθετεί, θα λεγα, στο κέντρο της αγάπης, με βελάκια που φεύγουν από σένα κι επιστρέφουν σε σένα. Ακόμα σου επιτρέπει, κατά κάποιο τρόπο, να έχεις παιδί και να είσαι παιδί, και το καθένα απ' αυτά είναι κάτι μαγικό. Στη μέση του Αιγαίου, κάτω από τον καυτό ήλιο. Δίπλα στη θάλασσα, που ποτέ δεν ησυχάζει και ποτέ δεν τελειώνει.


Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Μια καλύτερη ιστορία

Το διάστημα που πέρασε διάβασα αρκετά και έγραψα λίγο, ταξίδεψα κάμποσα χιλιόμετρα και σκέφτηκα πολύ, γνώρισα διάφορους ανθρώπους κι ένα γάτο, λυπήθηκα και χάρηκα και κολύμπησα και οδήγησα (Παναγία βόηθα!), και τράβηξα φωτογραφίες και έδωσα και πήρα αγκαλιές, και πέρασε ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού και φτάσαμε σχεδόν στη μέση, με στιγμές που τόσο εύκολα έγιναν αναμνήσεις κι άλλες που περιμένουν στη γωνία να τις ζήσουμε κι αυτές.

Καλοκαίρι. 
Πώς κυλάει η ώρα.
Είναι στ' αλήθεια καιρός να φτιάξουμε όμορφες αναμνήσεις. 

Τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων δεν τα θυμάμαι πια με λεπτομέρειες, όμως μέσα στη θολούρα ξέρω πως ήταν μεγάλα και όμορφα. Είχαν ατέλειωτο παιχνίδι στο δρόμο και ατέλειωτα απογεύματα στη θάλασσα, και μεγάλες διαδρομές με το πούλμαν ώσπου να φτάσουμε εκεί, και μεγάλες συζητήσεις στο πούλμαν, και παιδική χαρά ως τη νύχτα και αργούς περιπάτους χωρίς σκοπό. Είχαν βαρετές στιγμές στο χωριό, είχαν ποδήλατο, είχαν ουρανό γεμάτο αστέρια και αγάπη. Λίγες στιγμές μένουν από τότε, κι ακόμα μια διάχυτη ευτυχία, μια νοσταλγία για την εποχή που ο κόσμος ήταν πιο μικρός και δεδομένος, οι φόβοι πιο παραμυθένιοι κι η παρηγοριά τους πιο απλή. 

Σκέφτομαι τα ευτυχισμένα παιδικά μου χρόνια, τις αόριστες αναμνήσεις μου που έχουν σχεδόν περάσει στη σφαίρα του μύθου, εκείνον τον μικρό χαρούμενο άνθρωπο που έγινε αυτό που είμαι εγώ. Εύχομαι στ' αλήθεια να προσφέρω κι εγώ στο παιδί μου κάτι καλό, μια βαλίτσα ευτυχισμένες αναμνήσεις για το ταξίδι της ζωής της. 

Τα καλοκαίρια είναι όσο τίποτα καιρός για ευτυχισμένες αναμνήσεις.

Η οικογένεια είναι πιο πολύ μαζί, οι καρδιές πιο ανοιχτές. Θέλω να κάνω τα καλοκαίρια μας μαγικά. Οι τρεις μας, κι οι άνθρωποι στο δρόμο μας, η μεγάλη μας οικογένεια. Θέλω να κάνω την κάθε μέρα μας μια πιο όμορφη ιστορία.   

Κι ερχόμαστε στο βιβλίο, έτσι για να δικαιολογήσουμε την παρουσία του παραπάνω παραληρήματος σ' ένα μπλογκ που ονομάζεται "βιβλιοσκούληκο" (χα). Τέτοιες σκέψεις λοιπόν έκανα εδώ και λίγο καιρό, από τότε που άρχισε το καλοκαίρι και λίγο πιο πριν, όταν έπεσα πάνω σ' αυτό: 


A Million Miles in a Thousand years, του Donald Miller. Μια αληθινή ιστορία. Και πόσο αληθινή. 

Ο κύριος αυτός λοιπόν, αφού έγραψε ένα επιτυχημένο βιβλίο (δεν το έχω διαβάσει αλλά απ' ό,τι λέει είναι μάλλον κάτι σαν απομνημονεύματά του) και με την καριέρα του λίγο-πολύ στάσιμη, δέχτηκε την πρόταση να γυριστεί το βιβλίο του σε ταινία. Τότε, κατά κάποιο τρόπο, οι παραγωγοί της ταινίας τον ταρακούνησαν και τον έσωσαν μαζί. Το βιβλίο έπρεπε να αλλαχτεί αρκετά, γιατί μια ταινία δεν είναι σκέψεις, αλλά θέλει δράση, ιστορία, κορυφώσεις. Αλλιώς είναι μια ταινία βαρετή, μια ταινία που κανείς δεν θα ήθελε να δει. Οι παραγωγοί κάθισαν μαζί του να γράψουν ένα νέο σενάριο. Και ο Don άρχισε να σκέφτεται ότι αυτά που κάνουν μια ταινία ν' αξίζει είναι λίγο-πολύ αυτά που κάνουν μια ζωή ν' αξίζει. Ότι δεν είναι πια ικανοποιημένος με το να περνάει τη ζωή του στον καναπέ και στον υπολογιστή, γράφοντας ιστορίες άλλων, φανταστικών ανθρώπων, ονειροπολώντας, αλλά ότι πρέπει να ζήσει, και να κάνει τη ζωή του μια καλύτερη ιστορία. Στο A Million Miles εξιστορεί την πορεία του μέχρι να πάρει μπρος και να βάλει το σχέδιο σ' εφαρμογή, κι ακόμα μιλάει για ανθρώπους που τον ενέπνευσαν, που έκαναν κάτι καλό, κάτι μεγάλο, κάτι που άξιζε, κάτι. 

Το βιβλίο είναι γεμάτο χιούμορ, συγκίνηση, όμορφες ιστορίες και αξιομνημόνευτες σκέψεις (υπογράμμιζα συνέχεια όσο το διάβαζα). Είναι γεμάτο ειλικρίνεια, και διδάσκει χωρίς διδακτισμό. Είναι γεμάτο θετική σκέψη. Ο Don δεν έχει πρόβλημα να τσαλακώσει την εικόνα του, εσωτερικά κι εξωτερικά. Μαθαίνουμε μαζί του.

Ο Don ήρθε σε πολύ καλή στιγμή, γιατί προχώρησε τις σκέψεις που ήδη έκανα. Ρούφηξα το βιβλίο του. Με άγγιξε πολύ και τον συστήνω ανεπιφύλακτα. 

Μια καλύτερη ιστορία, λέει ο Don. Ζήσε μια καλύτερη ιστορία. Κάνε κάτι που αξίζει. Θέλει προσπάθεια αλλά αξίζει τον κόπο.  

Και τώρα.. το κορίτσι μου ξύπνησε. Πρέπει να κλείσω, να γυρίσω κοντά της. Θέλω να κλείσω, να γυρίσω κοντά της. Έχουμε τόσα να κάνουμε, όμορφα πράγματα που μέχρι το τέλος της μέρας θα έχουν γίνει όμορφες αναμνήσεις. Το πάρκο μας περιμένει, το καλοκαίρι μας περιμένει. Αυτό που αξίζει δεν είναι ανάγκη να είναι μεγάλο.

Θα είμαστε μαζί, και θ' αγαπιόμαστε. 
Και θα προσπαθούμε να κάνουμε τη μέρα μας μια πιο όμορφη ιστορία.
Καλό καλοκαίρι! 





quotes...

Σωστός ο Όσκαρ... 

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Το Αρτεμάκι

Τον ανακάλυψε η Χαρά, όταν πήγαινε νομίζω ακόμα δημοτικό. Τον ερωτεύτηκε τρελά και τον αποκαλούσε "το Αρτεμάκι". Γελούσα μαζί της και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα γι' αυτόν. Δεν έχω ιδέα γιατί. 

Ξεκίνησα το πρώτο βιβλίο του πριν μερικά χρόνια, μια μέρα που ήμουν άρρωστη στο κρεβάτι, και πάλι δεν μου κάθησε καλά. Αγγλικά και πυρετός σαράντα δε δουλεύουν πολύ καλά μαζί, και δεν κατάλαβα τίποτα. Παρόλα αυτά, συνέχισα να διαβάζω ως το τέλος, ούτε που ξέρω γιατί. Τον ξανάπιασα το προ-περασμένο καλοκαίρι, έγκυος και με πολύ ελεύθερο χρόνο. Τον κατάλαβα και με διασκέδασε.   Το βιβλίο ήταν περιπετειώδες, γρήγορο κι αστείο. Το διάβασα, και μετά το ξέχασα.

Πριν λίγο καιρό, έτσι χωρίς λόγο, αποφάσισα να διαβάσω το δεύτερο βιβλίο. 
Κόλλησα! Διάβαζα το Αρτεμάκι με μανία. Πήρα και το τρίτο βιβλίο, το τέλειωσα γρήγορα. Ετοιμάζομαι ν' αρχίσω το τέταρτο. 
Να σας πω κάτι; Δεν ξέρω γιατί ασχολούμαι μαζί του. Δεν είναι και τόσο καλό παιδί. Και σίγουρα δεν είναι ο τύπος μου. 
Ευφυής, δε λέω. Αλλά παραείναι εγωιστής. Έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και νομίζει πως τα ξέρει όλα. Ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο. Και άπληστος είναι. Αδίστακτος, θα έλεγα. Και εντελώς έξω απ' τον κόσμο μου.
Είναι, πώς το λένε... Για να το θέσω ευγενικά... Πολύ της τεχνολογίας.

Ο Αρτέμης Φάουλ (Άρτεμις στο πρωτότυπο αλλά φαντάζεστε να μετέφραζαν στα ελληνικά το όνομα του αγοριού Άρτεμις; άντε μετά να πάρεις στα σοβαρά το νεαρό εγκληματία), είναι απόγονος της μεγάλης δυναστείας των Φάουλ, όνομα και πράγμα. Ο πατέρας του, καλό κουμάσι κι αυτός, έχει εξαφανιστεί, κι ο γιος μηχανεύεται ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο για να αποκαταστήσει την περιουσία της οικογένειας. Ένα σχέδιο που απειλεί να οδηγήσει σε πόλεμο μεταξύ των ειδών, αφού ο έξυπνος έχει βάλει στο μάτι το ίδιο το χρυσάφι των ξωτικών...  

Χαμένος στους υπολογιστές του και στις μηχανορραφίες του, με το Μπάτλερ, τον πιστό του σωματοφύλακα, για μοναδικό του φίλο, ο Αρτέμης σχεδιάζει από το μέγαρο της οικογένειας Φάουλ την απαγωγή ενός ξωτικού. Στο μεταξύ, κάτω από το έδαφος, ένας ολόκληρος πολιτισμός ανθίζει, πολύ πιο προηγμένος από το δικό μας. Και η ανυπάκουη Χόλι, το ξωτικό που ανέλαβε μια ειδική αποστολή κι έτυχε να βρεθεί στο δρόμο του Αρτέμη την κατάλληλη στιγμή, πέφτει θύμα του και ξεκινάει αυτή την απίστευτη περιπέτεια που τελειωμό δεν έχει, γιατί ο Αρτέμης είναι και ανακατωσούρας και δε βρίσκει ησυχία...
Και φυσικά ξέχασα να πω το βασικότερο: Όταν η ιστορία ξεκινάει, ο Αρτέμης είναι δώδεκα χρονών. 
Στο δεύτερο βιβλίο, ξεκινάει μια αποστολή στην Αρκτική για να σώσει τον πατέρα του απ' τη ρώσικη μαφία. Στο τρίτο, κατασκευάζει ένα σούπερ μικρο-υπολογιστή με την τεχνολογία των ξωτικών, και (ο αθεόφοβος) προσπαθεί να βγάλει λεφτά απ' αυτόν. Όταν όλα (μα όλα) πάνε στραβά, θα χρειαστεί τη βοήθεια των ξωτικών για να τα βγάλει πέρα...Και, φυσικά, θα τα καταφέρει!
Εδώ βρισκόμαστε λοιπόν. Υπάρχει το τέταρτο βιβλίο:
Κι έπειτα το πέμπτο:
Το έκτο, το έβδομο:
 Και αναμένεται το όγδοο, που ακόμα δεν έχει κυκλοφορήσει:
Δεν είμαι λοιπόν ακόμα ούτε στα μισά. Αλλά έχω πρόθεση να συνεχίσω.
Να είναι τα μαγικά πλάσματα; Οι περιπέτειες; Τ' αστεία; Να είναι το γεγονός ότι η ιστορία είναι πρωτότυπη, πραγματικά πρωτότυπη; Ή μήπως το γεγονός ότι το Αρτεμάκι, παρά την ψυχρή ευφυία του και τα χιλιάδες ελαττώματά του, κατά βάθος είναι απλώς ένα παιδί;

Αυτός ήταν λοιπόν ο Αρτέμης Φάουλ. Μια μικρή γεύση. Γιατί αυτό ακριβώς έχω πάρει κι εγώ.
Θα συνεχίσω...

Δείτε το Αρτεμάκι στο επίσημο site του εδώ.



Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Χαρούμενοι ήχοι!

Είχαμε βαρεθεί τα παλιά της βιβλία. Τα διαβάζαμε κάθε μέρα. Και όχι, δεν εννοώ ότι τα είχα βαρεθεί εγώ.

Μπήκαμε στο βιβλιοπωλείο να διαλέξουμε κάτι καινούργιο, κι αναρωτιόμουν τι μπορεί να υπήρχε λίγο διαφορετικό και ταυτόχρονα όχι πολύ προχωρημένο για την ηλικία της. Και ταυτόχρονα όμορφο, χωρίς κακόγουστα σχέδια. Με κείμενο που θα ξεπερνούσε τις δυο λέξεις ανά σελίδα (είναι... μεγάλο κορίτσι πια!..), αλλά και δεν θα την κούραζε με την ακατανόητη φλυαρία του. Ζητάμε πολλά; 

Ίσως και ναι. Αλλά, αυτή τη φορά τουλάχιστον, οι απαιτήσεις μας ικανοποιήθηκαν. 

Βρήκαμε αυτό:


Όχι, δεν το βρήκαμε εμείς. Ένας μπαμπάς που στεκόταν δίπλα μας στο βιβλιοπωλείο το άνοιξε μ' ενθουσιασμό μπροστά στο καροτσάκι με τα δίδυμα μωρά του, και το κοριτσάκι γούρλωσε τα μάτια κι έμεινε να κοιτάζει εκστασιασμένο, "κοίτα", είπε ο μπαμπάς, οι αγαπημένοι σου στα ελληνικά", κοίταξα κι εγώ να δω ποιοί ήταν οι αγαπημένοι ενός μωρού, μπας και πάρουμε καμιά ιδέα, και τι να δω! Ένα βιβλίο pop-up, αλλά τι βιβλίο! Μιλάμε για υπερπαραγωγή. Τεράστιες φιγούρες πετάγονται από κάθε σελίδα, αστείοι ήχοι τις συνοδεύουν, κι ένα κείμενο-ποιηματάκι περιγράφει το εργαστήριο των ρομπότ, όπου το καθένα κάνει τα δικά του. Ζωηρά χρώματα, όμορφα, μεγάλα σχέδια. Καλόγουστα επίσης. Υπέροχο! Δεν χωρούσε δισταγμός. Το ψάξαμε στο ράφι, το πήραμε και φύγαμε! 

Είναι του Ντέρεκ Μάθιους, σειρά Χαρούμενοι ήχοι, που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τον Πατάκη. Ρομπότ, Χριστούγεννα, Κατοικίδια, στο Διάστημα, Αγρόκτημα, στο Δρόμο, Ζούγκλα, είναι μερικοί από τους τίτλους της σειράς Snappy Sounds, που απ' ό,τι φαίνεται κάνουν θραύση και στο εξωτερικό. Και πώς να μην κάνουν; Μιλάμε για εντυπωσιακό πράγμα, όχι αστεία. 

Τα Ρομπότ είχαν από την πρώτη στιγμή επιτυχία με τη Σταυρούλα. Είναι ένα βιβλίο που το παρακολουθεί μ' ενδιαφέρον, που την κάνει και γελάει, που μου το δίνει μόνη της να της το διαβάσω.  Η αγαπημένη της εικόνα-ήχος είναι τα ρομποτομωράκια (γιατί άραγε;...). Κάθε φορά υποδέχεται τη σελίδα τους μ' ένα μεγάλο, μεγάλο χαμόγελο.

Χμ, και το μειονέκτημα: Την πρώτη φορά που το ανοίξαμε στο σπίτι, στην πρώτη σελίδα, ο Γρανάζης (το πρώτο ρομπότ) έχασε ένα κομμάτι από το χέρι του. Ήταν αναμενόμενο, ήμουν προετοιμασμένη, αλλά τον γράπωσε με τέτοια ταχύτητα που δεν πρόλαβα να τον σώσω. Ο ενθουσιασμός, βλέπετε. Είναι δεκαέξι μηνών. Τώρα το διαβάζουμε από απόσταση. Κάθεται εκείνη στο καρεκλάκι της για να φάει, κάθεται και το βιβλίο απέναντι σε μια καρέκλα. Κάθομαι κι εγώ στο πάτωμα και γυρνάω τις σελίδες. Για την ώρα το σχέδιο δουλεύει. Για να δούμε πόσο θα κρατήσει...

Έτσι, μετά από λίγες μέρες, και μετά την επιτυχία των Ρομπότ, ψάξαμε και βρήκαμε αυτό:


Ο πύραυλος στην πρώτη σελίδα προκαλεί παραλήρημα ενθουσιασμού, τα βήματα στη Σελήνη ρυθμικό χορό. Βρήκαμε τα καινούργια αγαπημένα βιβλία μας!

Υ.Σ. Χτες πάλι ήθελε να πιάσει τα ρομπότ. Βρε λες; σκέφτομαι. Της έδωσα το βιβλίο σιγά-σιγά, της εξήγησα ότι δεν πρέπει να πονέσει το χεράκι του Γρανάζη, άγγιξε την εικόνα απαλά, με κοίταξε (βρε λες; ξανασκέφτομαι), κι ύστερα... χραπ! τον γράπωσε πάλι, γρήγορα, πριν προλάβω να αντιδράσω, μ' ένα χεράκι σαν τανάλια κι ένα γέλιο πονηρό. "Το σκίζεις, το σκίζεις!" φώναξα ενώ εκείνη γελούσε, κι έτσι ο Γρανάζης έχασε άλλο ένα κομμάτι απ' το χέρι του.
Υ.Σ 2 Μετά είδε που την κοίταξα στενοχωρημένα κι ήθελε να το κολλήσει. Πήραμε σελοτέιπ κι ούτε γάτα ούτε ζημιά...
Υ.Σ. 3 Γέλιο όμως! Προσποίηση και γέλιο που κατάφερε να με ξεγελάσει! Αρχίσαμε από τώρα να με κοροϊδεύει... Μεγαλώνει...

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Η προφητεία της πέτρας

Κάτι οι διακοπές, κάτι τα ταξίδια, κάτι η καινούργια συνήθεια της Σταυρούλας να κοιμάται αργά σε σημείο που να κουτουλάω εγώ πρώτη απ' τη νύστα, πέρασε καιρός χωρίς να γράψω λέξη.
Όμως ήταν και το άλλο. Τον ελεύθερο χρόνο που είχα, ήθελα απλώς να διαβάζω. Να κουλουριάζομαι μ' ένα βιβλίο και να νιώθω την ικανοποίηση να βλέπω την ιστορία να προχωράει χωρίς να νυστάζω στη δεύτερη σελίδα.
Και ναι, με περηφάνια δηλώνω ότι το έκανα. 
Αυτό το Πάσχα τελείωσα τρία μυθιστορήματα. Όχι κι άσχημο σκορ για τα τωρινά δεδομένα μου. 
(applause)

Σήμερα θα γράψω για το τελευταίο βιβλίο, αυτό που τελείωσα προχτές. Να το:

 Χρόνια το έβλεπα στη βιβλιοθήκη της αδερφής μου, δώρο μιας θείας μας κάποιο Πάσχα καλή ώρα, "πολύ παιδικό" με προειδοποίησε η Χαρά, εγώ ήθελα να του δώσω μια ευκαιρία. 
Ήθελα ένα βιβλίο φαντασίας. Μαγεία και άλλοι κόσμοι μου έκλειναν το μάτι απ' το οπισθόφυλλο. Η περίληψη πάνω-κάτω υποσχόταν τις περιπέτειες τριών κοριτσιών που στα δέκατα τέταρτα γενέθλιά τους ανακαλύπτουν πως είναι υιοθετημένες, τους δίνεται από μια μαγική πέτρα και αναγκάζονται να ενώσουν τις δυνάμεις τους σ' ένα ταξίδι για ν' αναζητήσουν το πεπρωμένο τους. Τι άλλο να ζητούσα; 

Στο ξεκίνημα, το γράψιμο με ξένισε λίγο. Είχε κάτι το σχεδόν ανεπαίσθητα περίεργο, μια υποψία ανωριμότητας. Οι χαρακτήρες των κοριτσιών, επίσης, μου φάνηκαν λίγο παράξενοι. Η Νεφρίτη, το σνομπ και φαντασμένο πλουσιοκόριτσο, ήταν απλά... πώς να το πώ: κατά κάποιο τρόπο υπερβολικά, απόλυτα φαντασμένη. Η Ηλέκτρα, που μεγάλωσε στο χωριό, ήταν εντελώς καλή και γλυκιά, η Οπάλη τελείως εσωστρεφής και ψυχρή. Με φράσεις που ζητούσαν κάπως κραυγαλέα να το αποδείξουν.

Κάπου εκεί ξανακοίταξα τη φωτογραφία της συγγραφέως -πολύ νέα, μου είχε φανεί αρχικά γύρω στα δεκαεννιά-είκοσι- κι άνοιξα το Google στον υπολογιστή να ψάξω γι' αυτήν. Ήμουν ακόμη στην αρχή του βιβλίου, όμως είχε αρχίσει να μου θυμίζει έντονα τις προσπάθειες που έκανα να γράψω μυθιστόρημα όταν ήμουν γύρω στα δεκατέσσερα-δεκαπέντε, παρέα με τη φίλη μου τη Γιάννα, τρία χρόνια μικρότερή μου. Όχι ένα μυθιστόρημα, όχι δύο, αλλά πολλά η καθεμιά μας, σελίδες επί σελίδων φρέσκιας παιδικής-εφηβικής φαντασίας. Κι ενθουσιασμού. Και σκληρής, σκληρής δουλειάς. Ατέλειωτη σκέψη τις ώρες των βαρετών μαθημάτων στο σχολείο, σημειώσεις στα περιθώρια, ατέλειωτες ώρες πληκτρολόγησης στον υπολογιστή, με ανταμοιβή την ευτυχία που νιώθαμε όταν δίναμε η μία στην άλλη τις σελίδες μας να τις διαβάσει, όταν συζητούσαμε με τις ώρες για τις ιστορίες μας. Αγαπούσαμε ειλικρινά τους ήρωές μας, σαν να υπήρχαν στ' αλήθεια. Μιλούσαμε γι' αυτούς με τρυφερότητα και φροντίζαμε το μέλλον τους. Όταν μας έπιανε η απογοήτευση και μισούσαμε για λίγο τα βιβλία μας (εκεί γύρω στη μέση της κάθε ιστορίας) και σκεφτόμασταν να τα παρατήσουμε, εμψύχωνε η μία την άλλη και τη βοηθούσε να βρει ιδέες για να συνεχίσει. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν υπήρχε καμία απασχόληση εκείνα τα χρόνια που να την αγαπούσα και να την απολάμβανα περισσότερο.

Τα βιβλία μας, φυσικά, δεν ήταν τίποτα αριστουργήματα της λογοτεχνίας. Είχαν αναγκαία απαίδευτο γράψιμο, απλοϊκές ιστορίες, κι ήρωες απόλυτους, σχεδόν μονοδιάστατους, που έμοιαζαν με τα παιδιά που ήμασταν ή τα παιδιά που θα θέλαμε να ήμασταν. Επεισόδια και χαρακτήρες που καθρέφτιζαν τα βιβλία που διαβάζαμε, τις ταινίες που βλέπαμε και την έλλειψη εμπειρίας μας απ' τη ζωή. Όμως ήταν δικά μας, καταδικά μας, και τ' αγαπούσαμε (έχω χρησιμοποιήσει τη λέξη αγαπώ τρεις φορές μέσα σε λίγες σειρές αλλά το βρίσκω στ' αλήθεια απαραίτητο). Αγαπούσαμε όχι μόνο αυτά που γράφαμε οι ίδιες αλλά και η μία της άλλης, σαν μωρά που τα μεγαλώσαμε μαζί, ή που, πολύ περισσότερο, τα βοηθήσαμε να γεννηθούν.

Γιατί τα λέω όλα αυτά; Θα εξηγηθώ. Τα λέω γιατί, μετά από τόσα χρόνια, έρχεται η Προφητεία της πέτρας της Φλάβια Μπυζόρ, κι έτσι αόριστα, από την αρχή κιόλας, μου θυμίζει αυτά τα βιβλία, τα παιδικά κι αγαπημένα. Έχει πάνω-κάτω τα χαρακτηριστικά που έλεγα πιο πάνω, εκτός απ' την απλοϊκότητα της ιστορίας. Η Νεφρίτη πιο πολύ απ' όλες τις ηρωίδες μοιάζει με χαρακτήρα που θα μπορούσε να τον έχει γράψει η Γιάννα- μοιάζει μ' έναν απ' τους χαρακτήρες που έγραψε η Γιάννα. Διαβάζω τις ατάκες της Νεφρίτης και σαστίζω, και νιώθω μια δυσπιστία και χαμογελάω, και δεν μπορώ παρά ν' ανοίξω το Google, και... έκπληξη!! Ανακαλύπτω πως η Φλάβια Μπυζόρ όταν έγραψε το βιβλίο της ήταν δώδεκα χρονών.



Συνέχισα την ανάγνωση με μεγαλύτερη επιείκεια, που σιγά σιγά μετατράπηκε σε θαυμασμό. Όχι, το βιβλίο δε μοιάζει να γράφτηκε από παιδί. Χρειάζεται πολύ εξασκημένο μάτι για να το καταλάβεις.

Είναι ένα μυθιστόρημα γρήγορο κι ενδιαφέρον ως το τέλος, μια παρέλαση επεισοδίων που δεν σε αφήνει να βαρεθείς. Έχει δράση, έρωτα, περιπέτεια, μαγεία. Έχει θλίψη, αγωνία και χαρούμενο τέλος. Καθώς φαίνεται, η μικρή είχε διαβάσει πολλήηηη λογοτεχνία του φανταστικού. Το πλήθος και η ποικιλία των χαρακτήρων με κάνει να της βγάζω το καπέλο. Τα πλάσματα και τα τοπία που περιγράφει μ' έκαναν να πιστέψω στον κόσμο της. Οι ηρωίδες της, αν και κάπως μονοδιάστατες, είναι συμπαθητικές κι ως το τέλος με κέρδισαν όλες. Κι όλη η ιστορία είναι πολύ έξυπνα δοσμένη σαν το όνειρο ενός άρρωστου κοριτσιού στο νοσοκομείο, στο Παρίσι του 2002.

Διάβασα πολλές κακές κριτικές του βιβλίου από αναγνώστες στο amazon. Πολλές, και πολύ κακές. Και διάβασα κι άλλες, πιο πολύ από παιδιά, εντελώς ενθουσιώδεις. Και το θέμα είναι ότι, λίγο-πολύ, συμφωνώ με όλες! Ναι, τα βλέπω τα ελαττώματα του βιβλίου. Όμως, εντελώς αντικειμενικά, και ακόμα κι αν ξεχάσουμε πως για ένα δωδεκάχρονο η συγγραφή ενός τέτοιου έργου είναι επίτευγμα, εμένα απλά... μου άρεσε. Ναι, απλούστατα, μου άρεσε. Μπορεί, όπως λένε, οι χαρακτήρες της Φλάβια να μην έχουν βάθος, πολυπλοκότητα κι εξέλιξη. Μπορεί και η ίδια η εξέλιξη της ιστορίας της να βασίζεται στις συμπτώσεις. Μπορεί όντως κάποια πρόσωπα ή επεισόδια να απηχούν υπερβολικά τα διαβάσματά της, σε σημείο που να αναγνωρίζεις τον παραλληλισμό (εγώ δεν ξέρω, δεν είμαι ειδήμονας στη λογοτεχνία του φανταστικού για να κρίνω τις επιρροές της). Μπορεί οι έρωτες με την πρώτη ματιά να μην είναι πιστευτοί έτσι όπως τους παρουσιάζει. Αλλά, σκέφτομαι τώρα, αν αυτά δεν είναι χαρακτηριστικά που αρμόζουν σε σοβαρό μυθιστόρημα, είναι σίγουρα χαρακτηριστικά των παλιών παραμυθιών. Όλα μα όλα. Και η πρωτόγονη φαντασία των παλιών παραμυθιών, η απλότητά τους, δεν έχει και μεγάλη σχέση με την προσεγμένη τελειότητα της ιστορίας ενός φτασμένου συγγραφέα. Αντίθετα, έχει πιο μεγάλη συνάφεια με την ακατέργαστη, φρέσκια φαντασία ενός παιδιού. Με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται εκείνο τα πράγματα.

Η αδερφή μου ήταν παιδί όταν πρωτοδιάβασε την Προφητεία της Πέτρας. Δεν θυμάται τίποτα να της είχε φανεί παράξενο.




Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Αδίκησα το γαργαληστή

Θυμάμαι πώς είναι να είσαι παιδί, μα δεν θυμάμαι πώς είναι να είσαι μωρό. Όταν ο κόσμος είναι ακόμα πολύ φρέσκος, κι η κάθε εμπειρία πρωτόγνωρη. Όταν δεν μπορείς να μιλήσεις, κι η αντίληψη των άλλων για σένα σε καθορίζει. Οι μεγάλοι μαντεύουν τι σκέφτεσαι, τι καταλαβαίνεις. Φαντάζονται ποιές είναι οι δυνατότητές σου, τα θέλω σου κι οι ανάγκες σου. Υποθέτουν, αλλά δεν ξέρουν, αλλά νομίζουν ότι ξέρουν. 

Αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη τρέχει μια υπέροχη σειρά εκδηλώσεων που λέγεται "Εαρινές μέρες βιβλιοθηκών". Στις βιβλιοθήκες της πόλης γίνονται ομιλίες και εκθέσεις με θέμα το βιβλίο, βιβλιοπαρουσιάσεις για μεγάλους και παιδιά, αφιερώματα σε συγγραφείς, προβολές, κουκλοθέατρα, και άλλα πολλά όμορφα. Δυστυχώς τα περισσότερα δεν είναι για την ηλικία μας (ορισμένων), ή δέχονται περιορισμένο αριθμό ατόμων, ή απλά συμβαίνουν πολύ πολύ μακριά (και μερικοί μερικοί δεν οδηγούμε ακόμα, αλλά εντάξει βρε, μικροί είμαστε, κι έχουμε μόνο εννιά χρόνια το δίπλωμα, σιγά σιγά θα συνηθίσουμε...)

Αλλά προχτές, αισίως, πήγαμε σε κάτι. Σε ένα απ' αυτά. Που ήταν και στην Κεντρική Βιβλιοθήκη (κοντά δηλαδή) και για μικρούς και χωρίς περιορισμό ατόμων. Ο γαργαληστής, του Δημήτρη Μπασλάμ, παρουσίαση του παραμυθιού από τον ίδιο το συγγραφέα και την ορχήστρα του. (Θυμάστε το Δημήτρη Μπασλάμ; Έχει γράψει το αγαπημένο βιβλίο της Σταυρούλας αυτό τον καιρό, εκείνο με το κόκκινο μπαλόνι, το Λέω να πετάξω. Είχα γράψει γι΄ αυτό εδώ.) 

 Στην αρχή ήμουν λίγο διστακτική, έλεγα πως δεν θα καταλαβαίνει, θα κάνει φασαρία, θα θέλει να τρέχει γύρω γύρω και να την κυνηγάω, θα ενοχλήσουμε τους άλλους και δεν θα έχει νόημα. Έπειτα σκέφτηκα πως θα έχει μουσική και παιδάκια, και η είσοδος είναι δωρεάν, και το πολύ πολύ να σηκωθούμε να φύγουμε βρε αδερφέ, αλλά ας πάμε μέχρι εκεί να δοκιμάσουμε και βλέπουμε. Κι έτσι πήγαμε μέχρι εκεί, κι εκεί που κοντοστάθηκα στην είσοδο (να μπούμε, να μη μπούμε) μια μαμά με το κοριτσάκι της μας φώναξε ("ανεβείτε, στο δεύτερο όροφο έχει παραμύθι"), κι αναστέναξα από μέσα μου με ανακούφιση (που δεν της φανήκαμε πολύ μικροί για το παραμύθι), κι ομολόγησα τις προθέσεις μου ("ναι, γι' αυτό ήρθαμε"), κι ανεβήκαμε. Και κάπως έτσι πήγαμε στην πρώτη της εκδήλωση, και τι ταιριαστό που είχε θέμα ένα βιβλίο, και τι καλά που την εμπιστεύτηκα και μπήκαμε, γιατί ήταν πολύ καλή. Ήταν πιο καλή κι απ' το καλή. Ήταν τύπος και υπογραμμός.

Στο δεύτερο όροφο της Κεντρικής βιβλιοθήκης υπάρχει μια αίθουσα-θεατράκι. Με καρέκλες που διπλώνουν και σκηνή. Εμείς βέβαια δεν καθήσαμε στις καρέκλες που διπλώνουν. Καθήσαμε οκλαδόν δίπλα σ' ένα τσούρμο άλλα παιδάκια και λίγες μαμάδες, μπροστά από την πρώτη σειρά των καθισμάτων, για να έχουμε καλύτερη θέα. Δηλαδή εγώ κάθισα οκλαδόν κι εκείνη κάθισε μέσα στα πόδια μου, κι εκεί έμεινε. 
Όλη την ώρα. 
Ο συγγραφέας ξεκίνησε να διαβάζει το παραμύθι. Μεγαλύτερα παιδάκια απ' αυτήν σηκώνονταν, μιλούσαν, έκαναν φασαρία. Αυτή εκεί. Τον κοίταζε με διάπλατα ανοιγμένα μάτια. 
Κοίταζε καλά καλά και τους μουσικούς. Την κιθάρα, τα κρουστά (αυτοί ήταν πιο κοντά μας). Τους παρατηρούσε. 
Ενδιάμεσα τραγουδούσαν (Ο γαργαληστής είναι ένα παραμύθι με ρίμα, που έχει εν μέρει μελοποιηθεί, και κυκλοφορεί και σε CD). Τελείωνε το τραγούδι, αυτή χειροκροτούσε. 
Κάποια στιγμή σα να νύσταξε, γύρισε κι έβαλε το χέρι της μέσα στη μπλούζα μου να θηλάσει. Της έδωσα ένα μπισκοτάκι, γύρισε μπροστά και συνέχισε να βλέπει. 

Δεν ξέρω τι κατάλαβε απ' όλα αυτά που συνέβαιναν. Είχε παιδιά, είχε μουσική. Είχε μια φωνή που μιλούσε με ρίμα, ένα πρόσωπο που έκανε θεατρικούς μορφασμούς. Είχε τραγούδια και χειροκρότημα. Ήταν μια εμπειρία. Ήταν η πρώτη της εκδήλωση, και ναι, η πρώτη γεύση από οτιδήποτε είναι κάτι μαγικό. Πόσο μάλλον η πρώτη γεύση από πολιτισμό (τι είπα ο άνθρωπος). Αν δεν κατάλαβε το παραμύθι, ε λοιπόν, ούτε εγώ το κατάλαβα. Ήμουν πολύ απορροφημένη να παρατηρώ πόσο απορροφημένη ήταν εκείνη. Ήμουν μαγεμένη με την προσήλωσή της, με τα μάτια της που γυάλιζαν, με τα ροζ μαγουλάκια της ασορτί με τη μπλούζα. Ήμουν σαν τους ερωτευμένους έφηβους στο πρώτο ραντεβού, που πάνε σινεμά και υποκρίνονται πως βλέπουν, μα δεν καταλαβαίνουν γρι απ' την ταινία γιατί με την άκρη του ματιού τους παρακολουθούν διαρκώς ο ένας τον άλλο.  

Στο τέλος χειροκρότησε μαζί με όλους (της αρέσει πολύ το χειροκρότημα). Κι όταν τη ρώτησα στο σπίτι: "θυμάσαι που πήγαμε στο παραμύθι κι έπαιζαν μουσική; Πώς έκανες όταν τελείωσε η μουσική;" χειροκρότησε πάλι. Και τη θαύμασα που θυμήθηκε, και τη θαύμασα που κατάλαβε, και χάρηκα που πήγαμε, και θύμισα στον εαυτό μου για άλλη μια φορά πως πρέπει να την εμπιστεύομαι. Πως ναι, καταλαβαίνει περισσότερα απ' όσα νομίζω. Και πως δεν μπορώ παρά να την αντιμετωπίζω με οδηγό την καρδιά μου, αλλά δεν πρέπει να εξηγώ (να περιορίζω) με τα δικά μου μέτρα τον κόσμο της. 

Μ' αυτά και με τ' άλλα, έρχομαι να εξηγήσω τον τίτλο του σημερινού ποστ. Ομολογώ, τον γαργαληστή τον αδίκησα. Και στην εκδήλωση, που δεν τον παρακολούθησα, κι εδώ ακόμα. Γιατί υποτίθεται ότι ξεκίνησα να γράφω γι' αυτόν και το μόνο που κάνω είναι να γράφω για τη Σταυρούλα. Ας είναι. 

Πάντως τον αγόρασα μετά το τέλος της εκδήλωσης και τον διάβασα. Είναι ωραίο παραμυθάκι. Γραμμένο όλο σε αστεία στιχάκια, περιγράφει την ιστορία ενός πρωτότυπου Ρομπέν των Δασών. Ο γαργαληστής κλέβει το γέλιο από τα παιδιά που έχουν περισσευούμενο (γαργαλώντας τα το βράδυ που κοιμούνται στα κρεβάτια τους), και με τη βοήθεια της θείας του το κάνει άρωμα, για να το χαρίσει στα παιδιά που δεν έχουν. Και τότε όλα αλλάζουν, κι η ευτυχία πλημμυρίζει τη γη... 





Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

ΟΖ

Παλιότερα γελούσα από μέσα μου με τους ανθρώπους που επηρεάζονταν στα σοβαρά απ' τον καιρό. (Μα πώς είναι δυνατόν να σου φτιάχνει πραγματικά το κέφι ο ήλιος και να στο χαλάει η συννεφιά, ή η βροχή; Get a life.)
Κούνια που με κούναγε. 
Αυτό που λένε "ποτέ μην κοροϊδεύεις κάτι γιατί θα τα λουστείς;"
Ακριβώς.

Το τελευταίο δίμηνο η κακοκαιρία μου την είχε σπάσει στα σοβαρά. Ο γελαστός καιρός των τελευταίων δυο εβδομάδων μας έστειλε στο πάρκο πανηγυρίζοντας, και παρα λίγο να πάρουμε και το κρεβάτι μας εκεί. 
Ξυπνούσα το πρωί με λαχτάρα να δω τον ήλιο.

Ο γελαστός καιρός του σαββατοκύριακου μας έστειλε στην εξοχή. Η Σταυρούλα έπαιζε με τα βότσαλα στην ακρογιαλιά, έκοβε λουλουδάκια, καθόταν στο γρασίδι με τις ώρες. 
Ο ήλιος μας φίλησε. Τα μαγουλάκια της κοκκίνισαν. 
(σήμερα της πήρα αντιηλιακό)
Πώς να μη σου φτιάξει το κέφι το φιλί του ήλιου;
Συγνώμη, άνθρωποι που γελούσα μαζί σας από μέσα μου.
Αγαπώ την άνοιξη. 

Από τα highlights του σαββατοκύριακου: Κοιμόταν στην αγκαλιά μου, κουρασμένη απ' τη γεμάτη ανοιξιάτικη μέρα της, κι εγώ διάβαζα αυτό το υπέροχο πράγμα: 


Ναι, ο μάγος του Οζ, αλλά σε κόμικ. 'Ενα κεφάλαιο ακόμη στην πολύπλευρη σχέση μου με το Οζ. Ένα απίστευτα όμορφο βιβλίο, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Όμορφο! Ένα έργο τέχνης, απ' την αρχή μέχρι το τέλος. Εικονογράφηση ζωντανή, απολαυστική, με τη λεπτομέρεια και τις στρογγυλάδες που αγαπούν τα παιδικά μάτια. Ιστορία αθάνατη, περιπέτεια μαγική. Πιστή περισσότερο στο πρωτότυπο βιβλίο που τη γέννησε, παρά στην ταινία του '39 με τη Judy Garland, αυτή που γνώρισε στον περισσότερο κόσμο το Οζ. 

Οζ, φίλοι μου. Οζ. Ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας. 

Ήξερα ότι το βιβλίο του Frank Baum Ο μάγος του Οζ ήταν μεγάλη επιτυχία, αλλά δεν ήξερα πόσο. Ήξερα ότι είχε σίκουελ, αλλά δεν ήξερα ότι είχε δεκατρία σίκουελ γραμμένα από τον ίδιο και ότι, μαζί με τα γραμμένα από διαδόχους, τα βιβλία για το Οζ είναι περίπου σαράντα!
Σαράντα.
Βαρύγδουπο νούμερο.
Κατά κάποιο τρόπο επεκτείνει τα όρια του Οζ πάρα πολύ. 
Άγγιξε τόσους ανθρώπους, αν μη τι άλλο. 
Ένας ολόκληρος κόσμος.
  
Μα ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή. Η Dorothy Gale, ο Toto, το σκιάχτρο που ποθούσε ν' αποκτήσει μυαλό, ο μεταλλικός ξυλοκόπος που ποθούσε ν' αποκτήσει καρδιά και το δειλό λιοντάρι που ήθελε κουράγιο, μου ήταν γνωστοί από παλιά. Είχα δει στο θέατρο το μάγο του Οζ όταν ήμουν μικρούλα, θυμάμαι το τραγούδι (ελάτε να πάμε στο μάγο, το μέγα μάγο του Οζ) να κουδουνίζει στ' αυτιά μου επί χρόνια μετά από κείνη την ημέρα. Θυμάμαι την απογοήτευσή μου που η Ντόροθυ ήταν μεγάλη κοπέλα κι όχι μικρό κοριτσάκι. Κι ας φερόταν σαν κοριτσάκι. Ήταν τροφαντούλα και με μεγάλο στήθος και δεν μπορούσα να ταυτιστώ καθόλου. Παρόλα αυτά, η παράσταση με είχε ενθουσιάσει, και θυμάμαι το πρόσωπο της Ντόροθυ. Στην πορεία η κοπελίτσα (που ήταν μάλλον καμιά εικοσαριά χρονών αλλά όταν είσαι έξι τα είκοσι είναι πάρα πολλά) πρέπει να με κέρδισε.

Μετά ήρθε η Τζούντυ. Υπέροχη ταινία, μα περίπου ίδια απογοήτευση. Ήταν μάλλον γύρω στο δεκάξι, έμοιαζε μεγάλη για τα κοτσιδάκια, για το μπλε φορεματάκι και τα κόκκινα παπούτσια. Έμοιαζε κοπέλα, κι ας ήθελαν να με πείσουν πως ήταν μικρή. Κι εξάλλου ήταν και πάλι δύσκολο να ταυτιστώ με κάποια που είχε στήθος όταν εγώ δεν είχα ακόμα.



Τη Τζούντυ την είδα ξανά και ξανά μεγαλώνοντας. Όσο πλησίαζα την ηλικία της τόσο την εκτιμούσα. Η Τζούντυ ήταν υπέροχη. 

Κι έπειτα, είναι παράξενο, μα είδα άλλη μια ταινία πριν πάρω στα χέρια μου το βιβλίο, που τελικά το διάβασα φέτος το φθινόπωρο. Η ταινία Return to Oz, με μια Ντόροθυ κοριτσάκι (επιτέλους, μόνο που τώρα πια δεν ήμουν εγώ κοριτσάκι), βασισμένη στα σίκουελ του Baum, ήταν πολύ πιο σκοτεινή, κάπως τρομαχτική και σκέτη απόλαυση, ειδικά για κάποιον που είχε αγαπήσει το Οζ όσο εγώ. Άλλοι χαρακτήρες, άλλου τύπου μαγικά. Μα ένας κόσμος εξίσου υπέροχα παράλογος, μια ηρωίδα θαρραλέα κι ευαίσθητη και πανέξυπνη, κι όλα αυτά που ήταν πάντα η Ντόροθυ (θέλω να το ξαναδώ τώρα, γίνεται; ευχαριστώ).


Κι ήρθε το βιβλίο, μόνο που πάλι δεν ήταν ο Μάγος του Οζ. Ήταν το Wicked, ένα πρίκουελ αυτή τη φορά (prequel, το έγραψα στα ελληνικά και ανατρίχιασα). Η ιστορία της κακιάς μάγισσας της Δύσης. Aυτής που στην ταινία είναι πράσινη, που είναι άσχημη και μοχθηρή. Ήμουν στο Λονδίνο τότε, και το Wicked παιζόταν σε μιούζικαλ. Και η μάγισσα ήταν πράσινη (όπως και στο βιβλίο), αλλά δεν ήταν άσχημη και μοχθηρή. Και ήθελα να το δω, κι όλο μου ξεγλιστρούσε. Και δεν το είδα, όμως το διάβασα. Η ιστορία της μάγισσας, πώς κατέληξε να είναι αυτή που ήταν. Το βρήκα συγκινητικό, συναρπαστικό. Κακός δε γεννιέσαι, γίνεσαι. 

Το Wicked έχει κι αυτό τα δικά του σίκουελ, όμως ο μάγος του Οζ είναι εδώ το θέμα μας. Το φθινόπωρο έπεσε στα χέρια μου, και διαπίστωσα με έκπληξη πως όντως δεν είχα διαβάσει το βιβλίο! Ανοίγοντάς το βρέθηκα σε γνώριμο έδαφος. Ήξερα την εξέλιξη, ήξερα και τις περισσότερες λεπτομέρειες. Υπήρχαν και περιπέτειες που δεν υπήρχαν στην ταινία. Υπήρξαν πράγματα που με ξάφνιασαν. Μα σε γενικές γραμμές, όλα ήταν εκεί, οι φίλοι μας, η μάγισσα, οι ιπτάμενες μαϊμούδες, ο μάγος-απάτη, ο δρόμος με τα κίτρινα τούβλα, μια ιστορία που νομίζω ότι την ήξερα πάντα... 

Και για να κλείσω την ιστορία ερχόμαστε στο κόμικ. Το κόμικ που μόλις διάβασα. Μονορούφι.

Είναι πανέμορφο, είναι άρτιο, κι είναι τόσο πιστό στο βιβλίο που θαύμασα τους δημιουργούς του. Τους βγάζω το καπέλο που δεν προσπάθησαν ν' αλλάξουν με οποιοδήποτε τρόπο την ιστορία για να μας πείσουν ότι κάτι έκαναν, για να βάλουν κι εκείνοι τη σφραγίδα τους. Κι ακόμα περισσότερο τους βγάζω το καπέλο που την έβαλαν τη σφραγίδα τους με άλλο τρόπο. 
Με τους ζωντανούς διαλόγους και την κινηματογραφική εξέλιξη. 
Με τις υπέροχες ζωγραφιές που συνθέτουν ένα μαγευτικό, θελκτικό κόσμο. 
Με την πιο γλυκιά Ντόροθυ που θα μπορούσα να ζητήσω, αξιολάτρευτη με την πρώτη ματιά. Και μιλάμε για έναν πολύ αυστηρό κριτή στο θέμα Ντόροθυ. Παιδιόθεν.


Α, με τη Ντόροθυ του κόμικ μπορώ να ταυτιστώ. Είναι τόσο συμπαθητική που θέλω να την πάρω αγκαλιά. Θέλω να την κάνω να χαμογελάσει.

Και χαίρομαι που τους ξαναβρήκα όλους, λίγο διαφορετικούς μα αγαπημένους, σαν παλιούς φίλους μετά από καιρό.   
Το σκιάχτρο, που είναι αδέξιο όπως εγώ και έχει την κακόμοιρη όψη που πάντα συμπαθώ στα παιχνίδια και στα ζωάκια.
Το μεταλλικό ξυλοκόπο, που είναι ένας ευαίσθητος μπαρμπούλης με σκοτεινό βλέμμα.  
Και το λιοντάρι, μια μεγάλη χνουδωτή μπάλα που θέλεις να χαϊδέψεις.

Είναι ωραίο να ξαναβρίσκεις παλιούς σου φίλους. Feels like home. 
Και there's no place like home. Το είπε και η Ντόροθυ.



Το καλύτερο; Το κόμικ έχει σίκουελ... 
Που με περιμένει δίπλα στο κρεβάτι μου. 
Τώρα.



  

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Quotes... (4)

Isn't it splendid to think of all the things there are to find out about? It just makes me feel glad to be alive- it's such an interesting world. It wouldn't be half so interesting if we know all about everything, would it? There'd be no scope for the imagination then, would there?

Lucy M. Montgomery, Anne of Green Gables



 Θα επιστρέψω... Μια αναλυτική αναφορά αξίζει σ' αυτό... και είναι χωρίς αμφιβολία το βιβλίο της φετινής (μας) άνοιξης... 



Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Ιστορίες ψυχοθεραπείας...

Βρισκόταν στο τραπεζάκι του σαλονιού της ξαδέρφης μου- όποιο βιβλίο και να ΄ταν θα το σήκωνα. Θα το έπαιρνα στα χέρια μου, θα διάβαζα το οπισθόφυλλο. Ένας λόγος παραπάνω, ο τίτλος του, όχι και ο πιο συνηθισμένος: Ο δήμιος του έρωτα και άλλες ιστορίες ψυχοθεραπείας. "Δεν μπορώ να σταματήσω να το διαβάζω", μου είπε η ξαδέρφη μου. "Δεν μπορώ να κοιμηθώ γιατί πρέπει να διαβάσω παρακάτω". Και με πληροφόρησε πως ήταν στ' αλήθεια μια συλλογή από ιστορίες ψυχοθεραπείας, βγαλμένες απ' το γραφείο του Ίρβιν Γιάλομ (είναι διάσημος ψυχίατρος, εγώ δεν τον ήξερα, τώρα τον έμαθα, να και το site του).

Η διθυραμβική κριτική της ξαδέρφης μου μ' έκανε να το αγοράσω στην αδερφή μου. Η διθυραμβική κριτική της αδερφής μου μ' έκανε πια να το ξεκινήσω με τη δέουσα περιέργεια και προσμονή: Το βιβλίο είχε σούπερ καλούς οιωνούς, κι ας ήταν παράξενο το είδος του για μένα. Δεν είχα ξαναδιαβάσει κάτι παρόμοιο, κι ενώ τα θέματα ψυχολογίας μ' ενδιαφέρουν, δεν είναι το ανάγνωσμα που θα επέλεγα για να χαλαρώσω μετά από μια κουραστική μέρα (και τον τελευταίο καιρό κάπως έτσι κινούμαι στην επιλογή βιβλίων, αν και τελικά παρα-χαλαρώνω και κοιμάμαι στη δεύτερη σελίδα που ανοίγω). Όμως το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι ιατρικό, δεν είναι βαρύ, δεν είναι δυσνόητο. Είναι το πρώτο βιβλίο στο οποίο ο κύριος Γιάλομ επιχείρησε να διηγηθεί τα περιστατικά της δουλειάς του με τρόπο που γέρνει προς το λογοτεχνικό -χωρίς να είναι και λογοτεχνία. Ουφ, μπέρδεμα. 

Δέκα ιστορίες είναι το βιβλίο, που τις διηγείται ο ψυχοθεραπευτής. Είναι αληθινές, όμως στον απαραίτητο βαθμό μασκαρεμένες, ώστε να μη μπορούν τα πρόσωπα να αναγνωριστούν. 
Η διπλή προσωπικότητα της Μάρτζ, τα όνειρα του Μάρβιν. 
Η εβδομηντάχρονη Θέλμα, παθιασμένα και βασανιστικά ερωτευμένη με τον πρώην ψυχοθεραπευτή της, ο καρκινοπαθής Κάρλος, κολλημένος με το θέμα του σεξ. 
Η παχύσαρκη Μπέττυ, απελπιστικά μόνη, η Πέννυ, αδύναμη να χειριστεί το χαμό της κόρης της που συνέβη πριν τέσσερα χρόνια, ο Σωλ, ανίκανος να πείσει τον εαυτό του ν' ανοίξει τα τρία γράμματα που τον κατατρώνε, και οι υπόλοιποι χαρακτήρες των ιστοριών -να πω "χαρακτήρες"; ή "ήρωες"; ή "ασθενείς"; όλα μοιάζουν ακατάλληλα- ανοίγουν σιγά σιγά την ψυχή τους στον κύριο Γιάλομ, που με ειλικρίνεια ξεδιπλώνει την αφήγηση της πορείας τους. 
Με ειλικρίνεια, λέω, που προϋποθέτει συχνή αυτοκριτική. 
Ανάλυση και των δικών του σκέψεων. 
Αποκάλυψη της όχι και τόσο γοητευτικής πλευράς του. 

  
Ο ψυχοθεραπευτής καλείται να δημιουργήσει μια ουσιαστική σχέση με τον άλλο άνθρωπο, μόνο έτσι θα μπορέσει να τον βοηθήσει. Με όχημα τις εκ βαθέων εξομολογήσεις των συνομιλητών του και ξεκινώντας από το προφανές πρόβλημα, πρέπει να οδηγηθεί παρατηρώντας προς τα πίσω, στο βαθύ και σκοτεινό τούνελ της κάθε ανθρώπινης καρδιάς. Μια λέξη, μια φράση κάποιες φορές είναι αρκετή για να ρίξει φως στο δρόμο της ενδοσκόπησης. Το πρόβλημα δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται να είναι. Οι ρίζες βρίσκονται αλλού. Ο ψυχοθεραπευτής είναι ένα είδος ντέτεκτιβ, που ψάχνει τη λύση του μυστηρίου. Κι η λύση είναι καλά κρυμμένη στα παιδικά χρόνια, στις σχέσεις με τους γονείς, στην ατμόσφαιρα του σπιτιού -εκείνα τα χρόνια δεν είναι που κυλούν πιο αργά από οποιαδήποτε και μας σημαδεύουν ανεξίτηλα όσο τίποτα; Στον αμείλικτο φόβο του θανάτου, που επανέρχεται ορμητικός σε όλες σχεδόν τις ιστορίες -μήπως δεν στοιχειώνει στιγμές στιγμές όλες τις ζωές; Στη δίψα για κατανόηση κι αποδοχή, και στην πιο αδυσώπητη ανθρώπινη ανάγκη: την αγάπη.

Οι υποθέσεις των συνομιλητών του κυρίου Γιάλομ μοιάζουν κάποιες φορές ασυνήθιστες, υπερβολικές ή αρκετά παράξενες. Εγώ όμως (για να τρομάξω λίγο και τη μαμά μου, που τα φοβάται κάτι τέτοια) βρήκα αρκετά κοινά μαζί τους, σκόρπια εδώ κι εκεί στις ιστορίες τους. Οι ερμηνείες του ψυχοθεραπευτή ένιωσα αρκετές φορές να με αγγίζουν, σε άλλο βαθμό απ' ό,τι τον συνομιλητή, ωστόσο με σαφήνεια. Για φαντάσου, σκεφτόμουν, όταν ο συγγραφέας μιλούσε για άγχος θανάτου, για το φόβο της οικειότητας, για την αγωνία ενός από τους ασθενείς να είναι πάντα αρεστός και αποδεκτός. Για φαντάσου. Υπάρχω κι εγώ εδώ, υπάρχουμε όλοι. Οι φόβοι μας, οι εμμονές μας, η μοναξιά μας. Οι βαθιές αιτίες της απόγνωσής μας. Η κοινή μας μοίρα. Το κάλεσμα για βοήθεια, η ανάγκη του Άλλου. Σε παρακαλώ, κάνε τον κόπο να μ' ακούσεις, μείνε μαζί μου σ' αυτή την πορεία. Κάνε τον κόπο να εμπλακείς σ' αυτό. Ενδόμυχα, αγάπησέ με. 

Οι πιο πολλές ιστορίες έχουν κατάληξη ανακουφιστική, για τον ασθενή, άρα και για μας. Το ταξίδι προς τα μέσα, η αναζήτηση των αιτίων, είναι κατά κανόνα ευεργετική. 
Διαλύει τα σκοτάδια. 
Ξορκίζει τα φαντάσματα. 

Δεν ξέρω αν ήθελα να καταλήξω κάπου. Δεν έχει και μεγάλη σημασία. Πέρα απ' την ικανοποίηση μιας διεστραμμένης, ντετεκτιβικού τύπου περιέργειας να λυθεί το "μυστήριο" της κάθε ιστορίας, να βρεθεί η αρχή του μίτου, το βιβλίο μ' έκανε να νιώσω συμπόνοια για τον κάθε άνθρωπο που θα μπορούσε να ήμουν εγώ. Μ' έβαλε στα παπούτσια τους, μ' έκανε να περπατήσω για λίγο μ' αυτά. 
Λίγο θλιβερό, μα αναγκαίο. 

Πόσο μοιάζουμε όλοι. Η συνειδητοποίηση αυτής της τόσο απλής αλήθειας πάντα με σοκάρει.
Είναι τόσοι οι άνθρωποι που πρέπει να μπω για λίγο στα παπούτσια τους. 
Είναι τόσα αυτά που θα 'θελα να είχα σε μεγαλύτερο βαθμό.
Κατανόηση.
Ενσυναίσθηση. 
Αγάπη, αγάπη.