Θυμάμαι πώς είναι να είσαι παιδί, μα δεν θυμάμαι πώς είναι να είσαι μωρό. Όταν ο κόσμος είναι ακόμα πολύ φρέσκος, κι η κάθε εμπειρία πρωτόγνωρη. Όταν δεν μπορείς να μιλήσεις, κι η αντίληψη των άλλων για σένα σε καθορίζει. Οι μεγάλοι μαντεύουν τι σκέφτεσαι, τι καταλαβαίνεις. Φαντάζονται ποιές είναι οι δυνατότητές σου, τα θέλω σου κι οι ανάγκες σου. Υποθέτουν, αλλά δεν ξέρουν, αλλά νομίζουν ότι ξέρουν.
Αλλά προχτές, αισίως, πήγαμε σε κάτι. Σε ένα απ' αυτά. Που ήταν και στην Κεντρική Βιβλιοθήκη (κοντά δηλαδή) και για μικρούς και χωρίς περιορισμό ατόμων. Ο γαργαληστής, του Δημήτρη Μπασλάμ, παρουσίαση του παραμυθιού από τον ίδιο το συγγραφέα και την ορχήστρα του. (Θυμάστε το Δημήτρη Μπασλάμ; Έχει γράψει το αγαπημένο βιβλίο της Σταυρούλας αυτό τον καιρό, εκείνο με το κόκκινο μπαλόνι, το Λέω να πετάξω. Είχα γράψει γι΄ αυτό εδώ.)
Στην αρχή ήμουν λίγο διστακτική, έλεγα πως δεν θα καταλαβαίνει, θα κάνει φασαρία, θα θέλει να τρέχει γύρω γύρω και να την κυνηγάω, θα ενοχλήσουμε τους άλλους και δεν θα έχει νόημα. Έπειτα σκέφτηκα πως θα έχει μουσική και παιδάκια, και η είσοδος είναι δωρεάν, και το πολύ πολύ να σηκωθούμε να φύγουμε βρε αδερφέ, αλλά ας πάμε μέχρι εκεί να δοκιμάσουμε και βλέπουμε. Κι έτσι πήγαμε μέχρι εκεί, κι εκεί που κοντοστάθηκα στην είσοδο (να μπούμε, να μη μπούμε) μια μαμά με το κοριτσάκι της μας φώναξε ("ανεβείτε, στο δεύτερο όροφο έχει παραμύθι"), κι αναστέναξα από μέσα μου με ανακούφιση (που δεν της φανήκαμε πολύ μικροί για το παραμύθι), κι ομολόγησα τις προθέσεις μου ("ναι, γι' αυτό ήρθαμε"), κι ανεβήκαμε. Και κάπως έτσι πήγαμε στην πρώτη της εκδήλωση, και τι ταιριαστό που είχε θέμα ένα βιβλίο, και τι καλά που την εμπιστεύτηκα και μπήκαμε, γιατί ήταν πολύ καλή. Ήταν πιο καλή κι απ' το καλή. Ήταν τύπος και υπογραμμός.
Στο δεύτερο όροφο της Κεντρικής βιβλιοθήκης υπάρχει μια αίθουσα-θεατράκι. Με καρέκλες που διπλώνουν και σκηνή. Εμείς βέβαια δεν καθήσαμε στις καρέκλες που διπλώνουν. Καθήσαμε οκλαδόν δίπλα σ' ένα τσούρμο άλλα παιδάκια και λίγες μαμάδες, μπροστά από την πρώτη σειρά των καθισμάτων, για να έχουμε καλύτερη θέα. Δηλαδή εγώ κάθισα οκλαδόν κι εκείνη κάθισε μέσα στα πόδια μου, κι εκεί έμεινε.
Όλη την ώρα.
Ο συγγραφέας ξεκίνησε να διαβάζει το παραμύθι. Μεγαλύτερα παιδάκια απ' αυτήν σηκώνονταν, μιλούσαν, έκαναν φασαρία. Αυτή εκεί. Τον κοίταζε με διάπλατα ανοιγμένα μάτια.
Κοίταζε καλά καλά και τους μουσικούς. Την κιθάρα, τα κρουστά (αυτοί ήταν πιο κοντά μας). Τους παρατηρούσε.
Ενδιάμεσα τραγουδούσαν (Ο γαργαληστής είναι ένα παραμύθι με ρίμα, που έχει εν μέρει μελοποιηθεί, και κυκλοφορεί και σε CD). Τελείωνε το τραγούδι, αυτή χειροκροτούσε.
Κάποια στιγμή σα να νύσταξε, γύρισε κι έβαλε το χέρι της μέσα στη μπλούζα μου να θηλάσει. Της έδωσα ένα μπισκοτάκι, γύρισε μπροστά και συνέχισε να βλέπει.
Δεν ξέρω τι κατάλαβε απ' όλα αυτά που συνέβαιναν. Είχε παιδιά, είχε μουσική. Είχε μια φωνή που μιλούσε με ρίμα, ένα πρόσωπο που έκανε θεατρικούς μορφασμούς. Είχε τραγούδια και χειροκρότημα. Ήταν μια εμπειρία. Ήταν η πρώτη της εκδήλωση, και ναι, η πρώτη γεύση από οτιδήποτε είναι κάτι μαγικό. Πόσο μάλλον η πρώτη γεύση από πολιτισμό (τι είπα ο άνθρωπος). Αν δεν κατάλαβε το παραμύθι, ε λοιπόν, ούτε εγώ το κατάλαβα. Ήμουν πολύ απορροφημένη να παρατηρώ πόσο απορροφημένη ήταν εκείνη. Ήμουν μαγεμένη με την προσήλωσή της, με τα μάτια της που γυάλιζαν, με τα ροζ μαγουλάκια της ασορτί με τη μπλούζα. Ήμουν σαν τους ερωτευμένους έφηβους στο πρώτο ραντεβού, που πάνε σινεμά και υποκρίνονται πως βλέπουν, μα δεν καταλαβαίνουν γρι απ' την ταινία γιατί με την άκρη του ματιού τους παρακολουθούν διαρκώς ο ένας τον άλλο.
Στο τέλος χειροκρότησε μαζί με όλους (της αρέσει πολύ το χειροκρότημα). Κι όταν τη ρώτησα στο σπίτι: "θυμάσαι που πήγαμε στο παραμύθι κι έπαιζαν μουσική; Πώς έκανες όταν τελείωσε η μουσική;" χειροκρότησε πάλι. Και τη θαύμασα που θυμήθηκε, και τη θαύμασα που κατάλαβε, και χάρηκα που πήγαμε, και θύμισα στον εαυτό μου για άλλη μια φορά πως πρέπει να την εμπιστεύομαι. Πως ναι, καταλαβαίνει περισσότερα απ' όσα νομίζω. Και πως δεν μπορώ παρά να την αντιμετωπίζω με οδηγό την καρδιά μου, αλλά δεν πρέπει να εξηγώ (να περιορίζω) με τα δικά μου μέτρα τον κόσμο της.
Μ' αυτά και με τ' άλλα, έρχομαι να εξηγήσω τον τίτλο του σημερινού ποστ. Ομολογώ, τον γαργαληστή τον αδίκησα. Και στην εκδήλωση, που δεν τον παρακολούθησα, κι εδώ ακόμα. Γιατί υποτίθεται ότι ξεκίνησα να γράφω γι' αυτόν και το μόνο που κάνω είναι να γράφω για τη Σταυρούλα. Ας είναι.
Πάντως τον αγόρασα μετά το τέλος της εκδήλωσης και τον διάβασα. Είναι ωραίο παραμυθάκι. Γραμμένο όλο σε αστεία στιχάκια, περιγράφει την ιστορία ενός πρωτότυπου Ρομπέν των Δασών. Ο γαργαληστής κλέβει το γέλιο από τα παιδιά που έχουν περισσευούμενο (γαργαλώντας τα το βράδυ που κοιμούνται στα κρεβάτια τους), και με τη βοήθεια της θείας του το κάνει άρωμα, για να το χαρίσει στα παιδιά που δεν έχουν. Και τότε όλα αλλάζουν, κι η ευτυχία πλημμυρίζει τη γη...